θεματα

Published on 22 Απριλίου, 2014 | by Kynoclub

0

Συνήθειες και βιώματα των θηραμάτων!

Κείμενο: Άγγελος Ποιμενίδης ( έτος 1963)

Πίνακες: Andrea Mazzoli

ΝΥΚΤΟΒΙΑ δεν λέω να είναι τα χηνοπαπιά. Οι μπούφοι και οι κουκουβάγιες είναι νυκτόβια, γιατί είναι αρπακτικά που στήνουν ενέδρες και γραπώνουν το θύμα τους ύπουλα και μπαμπέσικα «νύκτωρ». Τα υδρόβια όμως, βόσκουν στις λάσπες και στις ρίζες των βάλτων και η βοσκή αυτή βρίσκεται καλύτερα και την ημέραν.

Αν προτιμούν τη νύκτα, αυτό γίνεται «από τον φόβο των Ιουδαίων». Τον άνθρωπο φοβούνται, τα κακόμοιρα και τον αποφεύγουν την ήμερα, στέκοντας τελματωμένα στα βαθιά τέλματα.

Ετσι αναγκάζονται τη νύκτα να πετάξουν για βοσκή, γνωρίζοντας καλά ότι ο τρομερός των διώκτης. Είναι ανήμπορος να τα κυνηγήσει στα σκοτάδια, έστω και στις φεγγαρόφωτες νύχτες.

Μήπως και αυτά δεν έχουν την αδυναμία μας στις νύχτες; Μήπως βλέπουν καλά και αυτά τη νύχτα; Στέκεις ολόρθος τη νύχτα και ακάλυπτος και τουφεκάς τα παπιά στα δέκα μέτρα, βλέποντας τις σκιές τους στο θαμπό ουρανό. Αρκετό είναι να ρίχνει το σώμα του μαύρο φόντο στη γη και όχι στα γυαλιστερά νερά.

Στις περιπτώσεις αυτές ο αγώνας είναι ίσος προς ίσον, εκτός αν ο κυνηγός έχει την ικανότητα να συλλαμβάνει με τ’ αυτιά του το «φρου-φρου», που κάνει το πέταγμα τους και τουφεκάς ηχοβολίζοντας τον ήχο, με ρανταρικούς υπολογισμούς και τέτοια «κακή τη μοίρα» γίνονται, μια και γίνονται και τη μέρα στα βουνά στα καρτέρια των αγριογούρουνων.

zarkadi

Περιττεύει να πω, ότι κατά τη νύχτα μια και τα πουλιά-υδρόβια-δεν καλοβλέπουν, οι φίντες είναι περιττές, αφού τα πουλιά κινούνται με το σκοπό να βοσκήσουν και όχι να κοπαδιάσουν. Και τα μέρη αυτά που θα βοσκήσουν είναι προκαθορισμένα και γνωστά στα πουλιά. Γνωστά όμως είναι και στους κυνηγούς και προκαθορίζουν και αυτοί από την ημέρα ακόμα τα πόστα τους, για να τουφεκίσουν τη νύχτα σκιές και ήχους.

Αν οι κίνδυνοι της ημέρας ήσαν λιγότεροι από της νύχτας, τα υδρόβια θα προτιμούσαν τη μέρα να βοσκήσουν.

Θαύμασα — και το έγραψα – την απεγνωσμένη προσπάθεια των θηραμάτων, που καταβάλλουν για να κρυφτούν, όταν τραυματίζονται, για να μη δώσουν στο μισητό διώκτη τους το πτώμα τους για ευωχία του.

Και είπα τι κάμνουν τα τραυματισμένα αγριογούρουνα, που με κρεμασμένα και σερνόμενα στη γη άντερα, φύγουν, τρυπώνουν και χάνονται από τους κυνηγούς, ξέρουν επίσης όλοι οι κυνηγοί, πώς χάνονται οι «φτερουγαριές» της πέρδικας, του ορτυκιού, του τρυγονιού και ο λαγός.

lagos

Των παπιών όμως την ικανότητα και δραστηριότητα στις μαύρες τους αυτές ώρες, δε μπορεί κανείς να την φανταστεί. Χειρότερο από το ορτύκι είναι ή πάπια -μακάρι και η χήνα- όταν τραυματιστεί και πέσει κάτω.

Αναπτύσσει ικανότητα, που άλλες ώρες δεν τις έχει να περπατήσει σβέλτα ή «κούτσα – κούτσα» και να κρυφτεί στα βούρλα, καλάμια, σάζια ή άλλα χόρτα. Και κρύβεται, με όλο της το ογκώδες σώμα, θαυμάσια και τρομερά. Καμουφλάρεται και δεν βρίσκεται εύκολα, αν και το έδαφος δεν έχει νερά και υπολογίσιμες πυκνούρες.

Αν τα βούρλα είναι πυκνά και ψηλά και υπάρχουν διάδρομοι ανάμεσα, είναι αδύνατο να την βρεις, αν της υπολείπονται λίγες δυνάμεις. Θα την αναζητείς και αυτή θα παίζει το κρυφτούλι, θα σε παρακολουθεί και θα σε αποφεύγει. Αν βρει καμιά κουφάλα, θα κρυφτεί σαν χελώνα στη φωλιά της και θα περνάς από πάνω της και δεν θα την βρίσκεις. Και θ’ απορείς και θα φουρκίζεσαι λέγοντας, ότι σε τέτοιο μέρος, είναι των αδυνάτων αδύνατο ένας τέτοιος μπόγος να γίνει άφαντος. Γης άνοιξε και τον κατάπιε!

papia1

Οι περιπτώσεις όμως, να υπάρχει νερά – λιμνούλα, βάλτος, ποτάμι- στον τόπο που τουφεκίζονται τα υδρόβια, είναι πολύ περισσότερες. Φυσικά εκεί στήνονται τα καρτέρια, γιατί τα υδρόβια αγαπούν να πετούν έχοντας κάτω τους νερό, όπως τα αεροπλάνα πάνω από τους διαδρόμους που θα προσγειωθούν.

Στις περιπτώσεις αυτές, τα πουλιά που τραυματίζομαι, γέρνουν για να προσγειωθούν και τείνουν τις δυνάμεις των προς το νερό. Το θεωρούν καταφύγιο και ελπίζουν στη σωτηρία τους.

Αν δεν έχουν κουράγιο να πέσουν στα νερά και πέσουν στη γη, κατευθύνονται περπατιστά προς το νερό. Αν προφτάσουν και ρίξουν το σώμα τους μέσα, τότε λίγες ελπίδες υπάρχουν για να βρεθούν. Βουτάνε βαθιά στον πυθμένα και -περπατάνε σαν νεροχελώνες στο βούρκο. Τρυπώνουν κάτω από τις ρίζες. Βρίσκουν αμέσως κουφάλες και ζαρώνουν.

Αντέχουν πολύ στην ανάγκη της αναπνοής. Βρίσκουν κάποιο κρυφό μέρος και αναπνέουν λίγο και ξανακρύβονται. Αν ακούνε τα τσαλαβούτια του κυνηγού που ψάχνει για να βρει το θύμα του, απομακρύνονται κολυμπώντας υποβρυχίως. Χρησιμοποιούν χίλια δυο τερτίπια και δεν δίνουν το κρέας τους στο δολοφόνο τους.

Οι έμπειροι κυνηγοί όταν κυνηγάνε δίπλα στα νερά και τουφεκίσουν παπί και βλέπουν έτι πέφτει μισο-τραυματισμένο στο έδαφος πιάνουν την ακρολιμνιά ή ακροποταμιά, γιατί ξέρουν ότι εκεί θα κατευθυνθεί το πουλί και το προλαβαίνουν πριν χωθεί μέσα στα νερά, γιατί ξέρουν ότι δεν πιάνεται ύστερα.

Αλλοι πάλι, όταν ιδούν ότι δεν βρέθηκε αμέσως το παπί, ότι δηλ. δεν έπεσε «σέκο», αφήνουν το ψάξιμο στα νερά και δεν κάμνουν ;;;;;;; για να μην απομακρυνθεί το τραυματισμένο από εκεί γύρω. Υστερα από πολλή ώρα, όταν υπολογίσουν ότι θα υπέκυψε το πουλί, πάνε κατευθείαν στην ακροποταμιά και βρίσκουν το θύμα τους να επιπλέει ανάμεσα στα χόρτα και πάνε στα νερά.

Σπάνια τα τραυματισμένα υδρόβια παίρνουν κολυμπώντας τα ανοιχτά. Ολα προτιμούν τις άκρες, γιατί εκεί βρίσκονται α! κρυψώνες, οι κουφάλες των δένδρων και των θάμνων και γνωρίζουν τους λαβύρινθους αυτούς, γιατί εκεί βόσκουν.

Τα υδρόβια, για τα οποία έγραψα στα προηγούμενα ότι έχουν το αίσθημα της κοινωνικότητας και συμβίωσης ανεπτυγμένο σε μεγάλο βαθμό, από τον Φεβρουάριο αλλάζουν τρόπο ζωής και ατονεί ο δεσμός αυτός. Αρχίζει τότε ο έρωτας που από την άποψη μου είναι περίοδος των έμβίων, γιατί εγκαταλείπουν την κοινωνία τους αναζητούν τις μοναξιές, γίνονται εγωιστικά εριστικά και μαχητικά. «Ερως και καλύβη» σου λέει και ο πιο ντελικάτος και κοσμικός νταντής, που (δεν έχει καμιά παράδοση με τον ρομαντισμό όταν τον σκαγιώσει η Αφροδίτη.

Κατά την εποχή λοιπόν του οργασμού των τα υδρόβια αποχωρούν από το κοπάδι τους και ζευγαρώνουν ταιριαστά και ζηλότυπα. Χτίζουν όνειρα, φωλιές με αχόρταγα ζαχαρώματα από μέρους των ακόρεστων κατακτητών. Θυμοειδή τ’ αρσενικά ναζιάρικα αλλά και ανυπόταχτα τα θηλυκά και τον θαυμαστή τους τον λυγάνε πολύ έξυπνα.

papia3

Τα ξεμοναχιασμένα πάντα επικίνδυνα είναι είτε στις ανθρώπινες κοινωνίες, είτε στις συμβιώσεις των αγριμιών. Στα τελευταία μάλιστα πολύ περισσότερος είναι ο κίνδυνος από τους πολλούς εχθρούς των, αλλά και διότι ξεθαρρεύουν πολύ και δεν πολυφυλάγονται γιατί νομίζουν ότι ξεμοναχιασμένα δεν τα ανακαλύπτει εύκολα ο εχθρός. Τα αρσενικά παρασέρνονται από τα θηλυκά που κατά την εποχή του φωλιάσματός τους γίνονται απίστευτα ήμερα σαν τα πουλιά της αυλής.

Είναι γνωστό σε όλους ότι και την πέρδικα ·και την πάπια και τη λαγίνα και την λύκαινα» μπορεί να την πιάσης πάνω στη φωλιά, δίχως να κουνηθεί. Μεγάλη δύναμη η μητρότης.· Κοντά στη φωλιασμένη κυρά, βρίσκεται και ο σύντροφος, που είναι και ο δράστης της νέας καταστάσεως, με θράσος και αφοβία και αυτός όχι όμως σαν της θηλυκιάς.

Την εποχή αυτή βρίσκουν οι κυνηγός την ευκαιρία να επιτύχουν εκείνο που δε μπορούσαν να πετύχουν σε άλλην εποχή- όταν έλλειπαν τα νοικοκυρέματα αυτά.

Κυνηγούν τους βάλτους περπατιστά και ξεπετιούνται οι πάπιες, σαν τα ορτύκια και οι χηνάρες σαν τις πέρδικες.

Γι’ αυτό πρέπει να σταματά το κυνήγι όταν αρχίζει ο οργασμός των θηραμάτων και διότι τα θηράματα χάνουν τα αποθέματα της αμύνης των και διότι η ανθρωπιά το επιβάλλει.

Στη δύναμη της μητρότητας θα αποδώσω και την τεράστια και καταπληκτική ιδιότητα να αποχτούν οι μάνες ξεχωριστά πνευματικά τεχνάσματα και χίλια δυό άλλα φερσίματα, που τους λείπουν όταν λείπουν οι φωλιές και τα μωρά. Και την τροφή τους τότε ευκολότερα βρίσκουν και τα χασομέρια τους περιορίζονται και οι εχθροί τους τεχνικώτατα αποφεύγονται.

perdikes

Εχω γράψει άλλοτε ότι κυνηγοί βρήκαν φωλιά λύκαινας στα αμπέλια της πόλης μας και για να σκοτώσουν την μάνα έστησαν καρτέρι γύρω στη φωλιά, αλλά αύτη κατόρθωσε να κλέψει τα μωρά της μπροστά από τα μάτια των βιγλατόρων δίχως να την αντιληφθούν και ότι ξαναβρήκαν τα λυκόπουλα και τα απόθεσαν σε ανοιχτό χωράφι για να ιδούν τη νύχτα καλύτερα τη μάννα που θαρχόταν για να την σκοτώσουν, και τα κατάφερε αυτή πάλι και επήρε τα μικρά της. Τέτοιο φιάσκο, ο πιο σπουδαγμένος γκάγκστερς της Αμερικής δε μπορεί να σκαρώσει.

Δε μιλώ για το πώς γνωρίζουν οι μάνες τα παιδιά τους από τα μοιασίδια και τη μυρωδιά τους. Λυκάκια ανακατεμένα από δυο λύκαινες, θα χωριστούν. Κάθε μάνα βρίσκει το παιδί της και κάθε παιδί τη μάνα.

Πιό τρανό μυστήριο είναι να πάρεις δυο λαγουδάκια από τη φωλιά και να τα απομακρύνεις χίλια μέτρα μακρυά το ένα από το άλλο και να βάλεις ανάμεσα τους λαγουδάκια απ’ άλλη φωλιά. Η μάνα δεν θα γελαστεί, θα βρει τα δικά της, τόνα στην Ανατολή και τ’ άλλο στη Δύση, που λέει ο λόγος και θα τα απορτάρει σαν νάναι σκύλος και θα τα συμπλησιάσει εκεί που θέλει. Τα ξένα δεν τα πλησιάζει.

Κλασσικό για μένα είναι τούτη η εμπειρία μου:

Έζήτησε κάποιος από φίλο μου σκαντζόχερο για να τον κάμει «γιατρικό». Ο φίλος βρήκε στο κτήμα του έναν, τον επήρε και τον πήγε στο σπίτι του και τον έκλεισε, σε μια γκαζόκασσα για να τον παραδώσει την άλλη μέρα στον άρρωστον.

Ο σκαντζόχερος κατάφερε τη νύχτα ν’ αναποδογυρίσει την κάσσα και να φύγει. Το μυστήριο όμως είναι ότι ο σκαντζόχερος βρέθηκε πάλι στο κτήμα τον φίλου μου να θηλάζει τα μωρά του με πασαλειμμένη κιόλας κοιλιά από ασβέστια, που τα επήρε από την κάσσα που τον είχαν φυλακίσει.

Πιο δυσεξήγητο μυστήριο είναι ακόμα ότι το κτήμα του φίλου απέχει από το σπίτι του δυο χιλιόμετρα και παραβάλλονται ανάμεσα, σπίτια, δρόμοι, φράχτες, φώτα, αυτοκίνητα, κάρα, σκύλοι και κόσμος «πλήθουσα αγορά». Τι εφόδια είχεν ή λεβέντισσα σκαντζοχερίνα!

Καλά λοιπόν τον επρόσεξε, ο λαϊκός Θρακιώτης ποιητής και του σκάρωσε το τραγούδι που λέει, πώς ο σκαντζόχοιρος: Ιούδας, σέρνει το χορό γαϊτάνι» και κάμνει τη χελώνα με το μάτι, την καλεί το βράδυ στο κρεβάτι για να φιλήσει «άσπρο μάγουλο και κορμί σαν το βαμπάκι».

Δείτε: http://www.andreamazzoli.it/


About the Author



Back to Top ↑
  • Video της εβδομάδας