αγριοχοιρος

Published on 13 Ιουνίου, 2014 | by Kynoclub

0

Τα καρτέρια του Αγριόχοιρου…

Κείμενο: Άγγελος Ποιμενίδης

Φωτο: Ν. Φωτακόπουλος

Το αγριογούρουνο παρέχει κρέας πολύ και όχι απλώς μεζέ. Και το κυνήγι είναι αγώνας και επινοήσεις για την κατάκτηση κρέατος. Η φιλολογία ότι είναι σπορ, έχει περιορισμένη αλήθεια. Οι δαπανηροί και δυσκολοδιατήρητοι σκύλοι, τα ακριβά όπλα και τα τάδε και δείνα γεμίσματα, προορίζονται για να μας προσπορίσουν το κρέας. Αλλιώς θα γραφόμασταν στους ορειβατικούς συλλόγους και θα ανεβαίναμε στον Όλυμπο δίχως άλλη προσδοκία,

από την ταλαιπωρία και τον κίνδυνο.

Το καρτέρι για το αγριογούρουνο είναι πανάρχαιο. Μ’ αυτό καταβάλλεται το αδυσώπητο αυτό αγρίμι και γίνεστε κάτοχος μεγάλης ποσότητος κρέατος, που καλοταΐζεσαι, και δίνεις και στους φίλους και κουμπάρους το μεζέ, για να υψώσουν τη δόξα σου και να την καρυκεύσουν καλύτερα απ’ ότι το πεσκέσι που τους πρόσφερες.

Η παγάνα μπορεί να έχει άλλα μεγαλεία και λαμπρότητες, το μερτικό σου όμως από αυτήν και από κρέας και από μεγαλείο, δεν ανήκει ολοκληρωτικά σ’ εσένα. Υπάρχει αυτού ο ευνοούμενος από την τύχη. Στο καρτέρι όμως εσύ και μοναχός ο δημιουργός και απολαυστής.

Διότι για να στήσεις καρτέρια στα αγριογούρουνα, απαιτείται μελέτη, στρατηγική, εμπειρία και αντοχή.

Δεν είναι να βγεις με το βροντάρι σου σ’ ένα μονοπάτι και να στήσεις κάπου ένα καρτέρι και να κουτσουρωθείς αυτού ώσπου να σούρθει το καπρί.

Υπάρχουν χώροι, που ενώ σου φαίνονται κατάλληλοι για σύχνασα γουρουνιών, είναι αποκρουστικοί, για λόγους ανεξερεύνητους, στα αγριογούρουνα, που έχουν μια τυπικότητα και μια στερεοτυπία στις μετακινήσεις τους και γενικά στη ζωή τους.

Την στερεοτυπία αυτή οφείλεις να μελετήσεις εμπεριστατωμένα για να στήσεις το καρτέρι σου.

Δεν είναι όμως χρονίσια. Είναι εποχιακή. Το καλοκαίρι Αλλoιώς, το χειμώνα Αλλoιώς, την εποχή του οργασμού Aλλοιώς και αναλόγως με τους χώρους που παρέχουν στα αγριογούρουνα βοσκή, π.χ. εποχή του τρύγου των αμπελιών, εποχή ωριμάνσεως της ελιάς, της πτώσης του βελανιδιού από τα δέντρα – πουρνάρια, δρυς, οξιά – εποχή της πατάτας, του καλαμποκιού, της κουμαριάς, της γκορτσιάς κ.τ.λ.

Τέτοια φυτά έχουν τα βουνά μας εδώ στη Θράκη και αυτά ρυθμίζουν – μαζί με τον καιρό – τις μετακινήσεις των αγριογούρουνων για να στήνονται ανάλογα καρτέρια.

Εκτός απ’ αυτά, απαιτείται και γνώσεις, του πότε αφήνουν τους κάμπους τα αγριογούρουνα και πιάνουν τα βουνά ή αντιστρόφως, πότε χαμηλώνουν με τις χιονοπτώσεις και τις παγωνιές.

Και εξηγώ: Εδώ έχουμε δύο ειδών αγριογούρουνα, εν σχέση με τον τόπο που διαιτώνται. Έχουμε τα αγριογούρουνα του βουνού που διακρίνονται από το χρώμα του τριχώματος, τα νύχια τους που είναι στρογγυλά σαν τραγίσια και τη νοστιμάδα του κρέατός τους.

Έχουμε όμως και τα αγριογούρουνα των βαλτόκαμπων, του Γκιαούραντα λόγου χάρη, που ξεχωρίζουν από τα βουνίσια με το σγουρό και λασπωμένο τρίχωμά τους, αλλά, προ πάντος – και ευδιάκριτος – από τα μακριά – γιατί δεν τρίβονται στα βράχια και στις πέτρες – νύχια τους (οπλές).

kunhgosΔίνω και δω παρενθετικά, μιαν εξήγηση: Στην περίπτωσή μας εδώ, για τα αγριογούρουνα του Γκιαούραντα, δεν εννοώ μονάχα της νησίδας αυτής του Έβρου τα αγριογούρουνα. Ο Γκιαούραντας είναι χώρος ελληνικός, αλλά απέναντι από αυτόν, στην Ανατολική Θράκη, εκτείνεται χώρος γκιαουραντοειδής, διπλάσιος από τον ελληνικό. Η περιοχή του Αίνου, ο τεράστιος βαλτότοπος και η λίμνη Γκάλα, μέχρι του Καρπουζλού και Υψάλων, στα βάλτα και τους απέραντους τούρκικους ριζώνες, ζούνε και βασιλεύουν αμέτρητα κοπάδια αγριογούρουνων, που χάρτη δεν έχουν και σύνορα δεν αναγνωρίζουν. Το κράτος τους είναι από εδώ και απ’ εκεί του Έβρου και τον περνοδιαβαίνουν κολυμπώντας, όπως τα υδρόβια πετώντας.

Με τα δεδομένα αυτά, ο καρτεριτζής οφείλει να κατέχει τις ανάλογες εμπειρίες για να στήνει επιτυχή καρτέρια και για να μην ξεροσταλιάζει άδικα, στα χαμένα απαντέχοντας.

Γι’ αυτό εδώ έχουμε δυο ειδικότητες καρτερτζήδων: Άλλοι είναι για τα γουρούνια του βουνού και άλλοι για του κάμπου.

Κυνηγοί που συνδυάζουν τις δύο ειδικότητες δεν υπάρχουν. Ούτε στο μυαλό τους χωράνε τόσες εμπειρίες, ούτε και έχουν τόσο κουράγιο για δύο ειδών απολαύσματα. Ή τσολιάς θα ‘σαι ή ναύτης. Το πεζοναύτης εδώ δεν πάει. Και ο Γ. Ανδρούτσος, ο πρώτος δάσκαλος της πεζοναυτικής, εγκατέλειψε τα διπλώματα διπλής δράσης και χώρισε τα τσανάκια του με τον Κατσώνη.

Αλλά, ας αφήσουμε τον απλωτό λόγο και ας κλειστούμε στα καρτέρια μας: Προκαταβολικά πρέπει να ξέρουμε ότι τα καρτέρια στ’ αγριογούρουνα γίνονται τη νύχτα. Παράνομα δηλαδή, αλλά η συνήθεια τα νομιμοποίησε.

Νυκτόβια είναι τα αγριογούρουνα από ανάγκη. Από φόβο καθαρότερα, γιατί αν ο άνθρωπος φοβάται το θεριό μια φορά, αυτό τον τρέμει και τον αποφεύγει, χίλιες.

Την ημέρα ζαρώνουν στα απόμερα γιατάκια τους και μόνον η παγάνα με γερούς σκύλους και θρασείς προγκάρηδες τα ξεσηκώνουν. Κυκλοφορούν τη νύχτα και βόσκουν τη νύχτα και τη νύχτα τελούν και τους γάμους τους.

Τη νύχτα λοιπόν, με φεγγάρι ή ξαστεριά με όπλο, που κολλούν στην σκοπευτική του ρίγα ταινία με άσπρο χαρτί, στήνονται τα καρτέρια στον τόπο που συχνάζουν τα γουρούνια. Τέτοιοι τόποι πασίγνωστοι είναι τα χωράφια με φυτείες καλαμποκιού ή πατάτας, που έρχονται τα γουρούνια για να ρημάξουν.

Η φυλάχτρα στην περίπτωση αυτή είναι στημένη σε δέντρο, για να επισκοπεί ο κυνηγός τα γύρω, να έχει δυνατότητα να διακρίνει το γουρούνι καλά και για ασφάλεια. Κάθεται σαν δραγάτης πάνω στο δέντρο και το μόνο βάσανό του είναι να μην του πληγώνουν τα πισινά οι ρόζοι του δέντρου και οι κλάρες. Δεν είναι κιόλας Αθηναίος, για να ‘χει το καρεκλάκι του, όπως εκείνος στα τρυγόνια. Αν δουλέψει την καθίστρα του, όπως οι δραγάνες τις σκοπιές τους, θα ΄ναι καλά, μα ο καρτερτζής είναι αναγκασμένος να έχει πολλά τέτοια καρτέρια, διότι δεν έχει μαγνήτη ο τόπος του για να προσελκύσει τα γουρούνια. Οι φυτείες του καλαμποκιού είναι απλωτές και τα αγρίμια διαλέγουν τα προσφορότερα και ανύποπτα χωράφια.

Αν όμως τύχει να είναι λιγοστά τα καλαμποκοχώραφα ή ένα αμπέλι, που δοκίμασαν τα γουρούνια μια βραδιά και το ΄καμαν στραπάτσο, τότε το καρτέρι αυτό, το ένα, είναι προνομιούχο. Θα ‘ρθουν τα αγρίμια τη νύχτα για να συνεχίσουν τη λεηλασία.

Στο καρτέρι ο καρτερτζής – δεν μπορώ να τον πω κυνηγό – πηγαίνει από νωρίς. Πρέπει να εξαφανιστούν τα χνάρια που περπάτησε, να λείψει η μυρωδιά των παπουτσιών του, γιατί σαν τα αγριογούρουνα, δεν υπάρχει άλλο αγριμικό που να να μυρίζει καλύτερα και να αντιλαμβάνεται την θαμμένη πατάτα στους 20 πόντους βαθιά.

Φυσικά ο κυριότερος προδότης της παρουσίας σου στα καρτέρια για τα αγριογούρουνα, είναι η μυρωδιά σου, η ανθρωπίλα σου. Την παίρνουν χαμπάρι από διακόσια μέτρα, ανάλογα με τον αέρα που φυσάει. Και αν ο άνεμος είναι εκ διαφόρων κατευθύνσεων – όπως λέει το δελτίο – τα γουρούνια δεν πρόκειται να πλησιάσουν το καρτέρι. Γι’ αυτό πρωταρχικός όρος είναι ο καρτερτζής να στήνει τη φυλάχτρα του, αντίθετα από το μέρος που θα ‘ρθουν τα γουρούνια, πράγμα γνωστό από τις παγάνες. Και οι έμπειροι καρτερτζήδες, ανάλογα με τον καιρό στήνουν τα καρτέρια τους ή και δεν πάνε να στήσουν, όταν παίζουν οι καιροί ή είναι πηχτή μπονάτσα.

Στον Γκιαούραντα, τα καρτέρια στήνονται καταγής, μέσα στις καλαμιές, αλλά σπάνιες είναι οι επιτυχίες στην απεραντοσύνη του. Προτιμούν οι κυνηγοί τα καρτέρια των περασμάτων των γουρουνιών, γνωστά από τα πατήματά τους. Πιο γνωστοί όμως είναι οι τόποι που πάνε να βοσκήσουν τα γουρούνια, γιατί και εκεί υπάρχει ανάλογη τροφή, που την συμπαθούν ή βάλτα, που τα προτιμούν για τα λασπόλουτρά τους.

remington

Τα καλοκαίρια γίνονται τέτοια καρτέρια, που έχουν μικρές νύχτες, φεγγάρια ολόφεγγα και κλίμα – θερμοκρασία – υποφερτό. Πώς όμως αντιμετωπίζουν τα κουνούπια και την επιβαλλόμενη ατσιγαριά, δεν ξέρω. Στα καρτέρια δεν καπνίζουν. Ανάβουν στην αρχή ένα τσιγάρο για να δουν κατά που πάει ο καπνός του για να στήσουν ανάλογα το καρτέρι. Από το μέρος που φεύγει ο καπνός δεν πρόκειται να έρθει το γουρούνι. Το μέτωπο έτσι κανονίζεται και όχι όπως στον πόλεμο, που το κανονίζει το τουφεκίδι απ’ όπου το ακούς.

Τα καρτέρια του είδους αυτού ήταν πολύ συνηθισμένα, κοινά στην Μακεδονία, Θράκη και Ήπειρο προ του 1923, που άρχισαν να κανονίζουν οι νόμοι τα κυνηγετικά ζητήματα. Τότε δίχως άδεια και κλείσιμο ή άνοιγμα κυνηγετικής περιόδου, ο κάθε κτηματίας ξεκρεμούσε κατά το βραδάκι το σιδερικό του από το καρφί του τοίχου και πήγαινε να φυλάξει το αμπέλι ή το καλαμπόκι του. Και να μην ήταν ακόμη κυνηγός έκανε τον κυνηγό, γιατί δίχως φύλαγμα δεν είχε ελπίδα να συνάξει καρπό.

Τα αγριογούρουνα ήταν μπουλούκια και τρομεροί λυμεώνες των φυτειών. Κούρσευαν τις νύχτες και έκαμναν τρομερές καταστροφές. Και όπως ξέρουμε, είναι τα θηρία αυτά, στην ασυδοσία τους, απαίσιοι και άτεγκτοι κουρσάροι. Κάμνουν ότι και τα κουνάβια στα κοτέτσια, που πνίγουν δέκα πουλιά για μια γουλιά αίματος. Ρίχνουν όλες τις καλαμποκιές και δαγκάνουν λίγο από κάθε κουκουνάρα.

Και δεν έφταναν οι καρτερτζήδες για να τα διώξουν, ούτε οι σκύλοι τους, που πολλές φορές ξεκοιλιάζονταν από τα θρασύτατα καπριά. Επιστρατεύονταν το χωριό “συν γυναιξί και τέκνοις”, με τηγάνια και τενεκέδες και φωνές για να τα διώξουν. Και με όλo το νταβαντούρι αυτό, πάλι το κακό δεν μπορούσαν να το αποφύγουν. Σήμερα μόνο οι καρτερτζήδες απόμειναν και αυτοί, εκεί που απόμειναν λίγα αγριογούρουνα.

Έντεχνο και κάπως ηρωικότερο είναι το καρτέρι που γίνεται σήμερα στα βουνά της Θράκης.

Πηγαίνουν οι καρτερτζήδες στα βουνά όπου υπάρχουν συγκεντρωμένες βελανιδιές – παλαμουτλούκια, όπως τα λένε- και διαλέγουν ένα – δύo δέντρα από τα οπoία τινάζουν τον καρπό – όσος είναι ώριμος – ή ρίχνουν κάτω από τα δέντρα βελανίδια από το σακούλι τους.

Ύστερα κάνουν το ίδιο την άλλη μέρα, ώσπου να συνηθίσουν τα γουρούνια να έρχονται στο μέρος αυτό αφόβιστα, σαν την τραπεζαρία τους.

Μετά από λίγες μέρες, το βράδυ, πηγαίνουν οι καρτερτζήδες και στήνουν τη φυλάχτρα τους με την μελέτη του καιρού, όπως είπαμε, εκεί κάπου, πίσω από κανένα θάμνο ή πεσμένο κορμό δέντρου. Περιμένουν τα γουρούνια με κομμένη την ανάσα. Αυτά θα ‘ρθουν στην ώρα τους και μάλιστα ίσια και ορμητικά, χωρίς προφύλαξη και όπως τα γιδοπρόβατα στις ταΐστρες τους.

kunhgos1

Ο καρτερτζής τότε δεν βιάζεται, παρά καρτερεί να στρωθούν καλά στο φαγί τα γουρούνια και να του δώσουν καλό στόχο. Ψύχραιμοι κυνηγοί έχουν το κουράγιο να περιμένουν, πότε θα διπλαρώσουν τα γουρούνια, ένα πίσω στο άλλο, για να τα περάσει το μονόβολο και τα δύο μαζί, ή πότε θα συγκεντρωθούν τα μικρά, που όλο καυγαδίζουν, για να τους ρίξουν τα σφαιρίδια και να κρατήσουν κάνα -δυο ή και ακόμα πότε το μεγάλο, το μπουγά, όταν θα δώσει καλό στόχο, για να ρίξουν μόνο σ’ αυτόν, μιας και αντιπροσωπεύει κρέας πολλαπλάσιο απ’ ότι οι καυγατζήδες “μουζάδες”, τα λιανά δηλαδή γουρουνάκια. Όμοια καρτέρια στήνονται και στον καιρό που ωριμάζουν τον καρπό τους οι αγριογκορτσιές.

Και τα γκόρτσια είναι καλό έδεσμα για τα γουρούνια και τις νύχτες τα κοπάδια επισκέπτονται μια – μια γκορτσιά για να γλυκαθούν και τρέχουν πιο θα πρωτοπροφτάσει για ν΄ αρπάξει περισσότερα. Σ’ αυτούς τους χώρους, που είναι ανοιχτά, ξέφωτα αλώνια, γίνονται και οι γάμοι των αγριογούρουνων την εποχή του οργασμού τους και τότε στήνονται αυτού τα καρτέρια, από όσους γνωρίζουν, σαν τους μάμμους, την περίοδο των συνεντεύξεων.

Στα καρτέρια αυτού του είδους, δεν σκαρφαλώνουν οι καρτερτζήδες στα δέντρα για να στέκουν σαν παλουκωμένοι.

Έχουν μελετημένο τον περίγυρο και τον διατρέχουν αν παρίσταται ανάγκη για να ζυγώσουν τα γουρούνια. Κουντούρια με αλτσάδες (πέταλα) αυτοί δεν φοράνε παρά γουρουνοτσάρουχα ή με τις κάλτσες “κόβουν” το μέρος. Και αυτό είναι πολύ συνηθισμένο, γιατί το αεράκι στέλνει κάποτε μυρωδιά προς τα γουρούνια, υποψιάζονται κάπως και δεν βόσκουν προς το καρτέρι του παραμονευτή. Τότε αυτός κάνει τον ελιγμό με τα τσουράπια.

Παραπλήσια είναι και τα καρτέρια στα λιγοστά νερά του στεγνού καλοκαιριού. Τότε τα γουρούνια απομακρύνονται από τα άνυδρα γουρουνοτόπια και τραβούν προς τους κάμπους, τα βάλτα και τα ποτάμια. Μένουν όμως μερικά στην πατρίδα τους και βασανίζονται σαν τους Σουλιώτες, από δίψα. Και δεν πρόκειται για αυτήν μονάχα, που οπωσδήποτε θα βρεθεί πηγή για να την κόψει. Πρόκειται για το κύλισμα, που είναι απαραίτητο, όχι τόσο για τη δροσιά, παρά για το πασάλειμμα της τρίχας και το σκότωμα της γουρουνόψειρας.

Στα μεμονωμένα γουρούνια, στις περιοχές αυτές τους στήνουν καρτέρια, στις πηγές ή τα ποταμάκια, ανάλογα με όσα γίνονται στα παραπάνω.

Είναι όμως και εδώ απαραίτητο να ξέρει ο καρτερτζής καλά που και πότε χρησιμοποιεί  το αγριογούρουνο το Πασσαβάντι του, δηλαδή από που και πότε αραδίζει και ποιόν χώρο συνηθίζει να επισκέπτεται. Τα μεμονωμένα εξάλλου, γουρούνια, παίρνουν πολλές προφυλάξεις και κοντοστέκονται πριν φτάσουν στην πηγή ή στην κυλίστρα τους.

Ένα είδος καρτεριού για τα αγριογούρουνα του βουνού, περίεργο και ειδικό, μου έκανε πολλή εντύπωση και επειδή το εθαύμασα, το παρέθεσα με σχετική λεπτομέρεια στο περιοδικό αυτό, στα πρώτα χρόνια της φιλοξενίας μου – Μάρτιος 1940. Νέος ήμουν τότε και πολύ μου άρεσε να ακούω των καρτερτζήδων την πείρα και να μελετώ την ψυχολογία τους.

Οι καρτερτζήδες εκείνοι ήταν βοηθοί μας στις παγάνες. Αυτοί εφύλαγαν τα γουρούνια στα βουνά και ήταν οι στρατηγοί μας. Γνώριζαν θαυμάσια τις κινήσεις των κοπαδιών, περιέγραφαν τα καμώματά τους της νύχτας και μας τύπωναν στο χάρτη τους – τοπωνύμια δικής τους ονοματοθεσίας – τα γιατάκια που προτίμησαν τα αγριογούρουνα για λημέρι τους καικαθόριζαν το μέτωπο των καρτεριών.

Οι καρτερτζήδες του λόγου μου είναι αυτοί που γνωρίζουν και επισημαίνουν τις γούρνες με το λιγοστό νερό στα βουνά. Οι γούρνες αυτές ή κυλίστρες, λέγονται εδώ “γιαλάκια ή πιναμάκια”.

Τις σκάβουν και τις δημιουργούν τα μεγάλα καπριά, οι μονιάδες, σε θέσεις που το χώμα τους είναι άργιλος και κρατάνε πολύ καιρό το νερό της βροχής και δεν στεγνώνουν εύκολα. Μια ή δύο γούρνες ανοίγουν σε ένα μέρος και κάθε βράδυ τα γουρούνια περνούν από εκεί για να λασπωθούν με το μπάνιο που κάνουν μέσα στο βούρκο τους. Κυλιούνται, λασπώνονται, ξύνονται στα γύρω δέντρα, που τα ξεφλουδίζουν κιόλας με τα χαυλιά τους τα έξαλλα καπριά και ξανακυλιούνται για να ποτίσει το πετσί τους με λάσπη και να σκοτωθούν οι γουρουνόψειρες.

Μεμονωμένα καπριά πάνε στις κυλίστρες αυτές. Κάποτε όμως και το κοπάδι με τη μάνα, για να κυλιστεί κι αυτή στη λάσπη. Ίσως να της χρειάζεται η βαρβατίλα που αναδίδει ο βούρκος του αναμακιού, για να επιταχυνθεί ο οργασμός της.

Στις κυλίστρες αυτές στήνονται τα πιο επιτυχημένα και αποδοτικά καρτέρια. Δέκα μέτρα μακριά από την κυλίστρα κατασκευάζεται ένας γκιουμές με τσάκνα και κλαδούρες σαν πελαργοφωλιά! Τέχνη καμιά δεν χρειάζεται, ούτε και προφύλαγμα πολύ. Το γουρούνι δεν καλοβλέπει. Μυρίζεται όμως τρομερά και η τέχνη, αυτού εγκαταλείπεται. Να κατασκευάσεις τον γκιουμέ απέναντι από το μονοπάτι, που θα ακολουθήσει το γουρούνι για να ριχτεί στην κυλίστρα, υπολογίζοντας τον αέρα, ώστε η μυρωδιά σου να μην χτυπάει προς αυτό. Το τσιγάρο που θα ανάψεις πριν στρωθείς στον γκιουμέ θα σου το μαρτυρήσει. Αλλιώς θα ακούς τα γουρούνια να γυροφέρνουν γύρω σου, από ώρα σε ώρα, χωρίς να πλησιάζουν την κυλίστρα.

Το καρτέρι στα αναμάκια, πάλι τη νύχτα γίνεται. Ο Νοέμβριος είναι ο καλύτερος μήνας για αυτή τη δουλειά, αλλά και ως το Γενάρη τα γουρούνια συνηθίζουν τις επισκέψεις τους στις κυλίστρες αυτές. Είναι τα κοσμικά τους κέντρα, αλλά και η πιο δραστική και θανάσιμη παγίδα τους.

Η παγωνιά δεν επηρεάζει την επίσκεψη. Σπάζουν τον πάγο τα γουρούνια για το λασπόλουτρό τους. Η παγωνιά επηρεάζει τον καρτερτζή και δεν αποκλείεται να βρεθεί αυτός ξυλιασμένος κάτω απ’ την κάπα του, όπως ο μακαρίτης Ιωαννίδης και κάποιοι άλλοι…


About the Author



Back to Top ↑
  • Video της εβδομάδας