υδροβια

Published on 22 Ιουνίου, 2015 | by Kynoclub

0

ΒΑΛΤΟΣ – Οι ομοιότητες και οι διακρίσεις των υδρόβιων πουλιών!

Κείμενο: Ζαφείρης Κινάλης

Πίνακες: Andrea Mazzoli

Ο κυνηγός, σε αντίθεση με τους παρατηρητές πουλιών (bird-watchers) και τους ορνιθολόγους που έχουν  ειδικό εξοπλισμό ( τηλεσκόπια, κιάλια),  επιστημονική κατάρτιση  αλλά και τον χρόνο να παρατηρούν τα πουλιά από μακριά και σε ηρεμία, καλείται συνήθως να πάρει τις αποφάσεις του στιγμιαία!

Κάτω δηλαδή από δύσκολες συνθήκες καιρού και φωτισμού, πρέπει να αναγνωρίσει με ασφάλεια ένα υδρόβιο πτηνό, ώστε να ξέρει αν θα πρέπει να σηκώσει το όπλο του ή όχι…

Τα παπιά και οι χήνες χωρίζονται σε κατηγορίες, είδη… και υποείδη! Πολλά έχουν σταθερή μεταναστευτική συμπεριφορά και απαντώνται κάθε χρόνο σε συγκεκριμένα μέρη, ενώ άλλα εμφανίζονται περιστασιακά κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες (  πχ. μεγάλη βαρυχειμωνιά). Και βέβαια πάντα υπάρχουν και οι… σπάνιοι περιπλανώμενοι επισκέπτες, που προκαλούν προβλήματα αναγνώρισης από τους κυνηγούς.

Γι’ αυτό και ο κανόνας είναι ένας, ενιαίος και χωρίς εξαιρέσεις: ποτέ δεν τουφεκάμε παπί ή άλλο υδρόβιο πτηνό που δεν γνωρίζουμε!

Γενικά έχουμε 6 μεγάλες κατηγορίες πουλιών :

τους κύκνους

τις χήνες, ( με υποείδος τις χηνόπαπιες)

τις αφρόπαπιες

τις βουτόπαπιες και  τις θαλασσόπαπιες,

τους πρίστες,

τους οξύουρους (κεφαλούδια)

papia1

Οι κύκνοι είναι από τα μεγαλύτερα υδρόβια πουλιά με μακρύ λαιμό  (μεγαλύτερο από το σώμα τους)  και είναι ολόασπροι, εκτός από τα νεαρά πουλιά που είναι σταχτιά. Οι χήνες είναι πουλιά με μέγεθος μικρότερο από τους κύκνους, αλλά μεγαλύτερο των παπιών. Αρσενικό και θηλυκό έχουν ίδιο χρωματισμό στο φτέρωμα, ωστόσο έχουν μακρύ και χοντρό λαιμό σε σχέση με τις πάπιες.

Οι χηνόπαπιες είναι πουλιά που στο μέγεθος είναι σαν μικρές χήνες και τα δύο φύλα έχουν όμοιο χρωματισμό (μόνη διαφορά στην «βαρβάρα» όπου η αρσενική έχει  χαρακτηριστικό ράμφος με εξόγκωμα στο άνω μέρος της βάσης).

Οι αφρόπαπιες αλλά και κάποιες βουτόπαπιες, αποτελούν τα είδη που κυρίως έχουν θηρευτικό ενδιαφέρον για τον έλληνα κυνηγό.

Οι θαλασσόπαπιες αντίθετα είναι μεγάλα πουλιά που περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους στην θάλασσα, απατώνται στις βόρειες ψυχρές θάλασσες και σπάνια στα δικά μας μέρη…

Οι πρίστες είναι ιδιόμορφα πουλιά με μυτερό οδοντωτό  ράμφος για να συλλαμβάνουν την τροφή τους,  που είναι κυρίως ψάρια.

Τέλος, οι οξύουροι είναι μικρές πάπιες που έχουν  μυτερή ουρά (από εκεί πήρανε το όνομα τους) και δεν απαντώνται συχνά στην Ελλάδα.

papia3

Οι αφρόπαπιες, οι κύκνοι και οι χήνες έχουν τα πόδια τους στην μέση του σώματος, γι’ αυτό και η μετακίνησή τους στο έδαφος είναι περισσότερο εύκολη. Είναι λοιπόν πολύ συχνό να τα συναντάμε στα παρόχθια χωράφια, όπου αναζητούν την τροφή και τη βοσκή τους βαδίζοντας. Αντιθέτως, οι βουτόπαπιες, οι θαλασσόπαπιες, οι κορμοράνοι και  οι πρίστες έχουν τοποθετημένα τα πόδια στο πίσω μέρος του κορμού, προς την ουρά, οπότε μετακινούνται δύσκολα  ή και καθόλου στο έδαφος…

Η θέση των ποδιών τους στο πίσω μέρος διευκολύνει περισσότερο τις βουτιές βαθιά στο νερό για την σύλληψη της τροφής, γι’ αυτό και σπάνια θα περπατήσουν να την αναζητήσουν στο έδαφος.

Όταν κολυμπούν στο νερό, τα περισσότερα παπιά και οι χήνες, έχουν το μεγαλύτερο μέρος του σώματος έξω από αυτό.  Μόνο η κοιλιά τους είναι βυθισμένη στο νερό,  σε αντίθεση με τις βουτόπαπιες που το σώμα τους είναι περισσότερο βυθισμένο  σε αυτό.

Οι αφρόπαπιες ξεκολλάνε από το νερό σαν να πηδάνε ,ενώ οι βουτόπαπιες , οι φαλαρίδες και οι πρίστες  απογειώνονται τρέχοντας πάνω στο νερό με τα πόδια τους! Χτυπώντας τα φτερά τους παίρνουν σιγά-σιγά ύψος, αλλά προηγουμένως απαιτούνται… κάποια μέτρα θαλασσοπορείας προτού αφήσουν την υδάτινη επιφάνεια. Αυτό το χαρακτηριστικό μας βοηθά να αναγνωρίσουμε τα πουλιά που σηκώνονται από μακριά , όταν δεν μπορούμε να τα πλησιάσουμε καθιστά.

Τα υδρόβια, γενικά χτυπάνε γρήγορα και  με μικρή γωνία  τα φτερά τους. Στην πτήση τεντώνουν τον λαιμό τους,  το κεφάλι  παίρνει την ευθεία του λαιμού  χωρίς να προεξέχει πολύ, ενώ τα πουλιά μαζεύουν τα πόδια τους στην κοιλιά, δίνοντας μια αεροδυναμική μορφή στο σώμα για μικρότερη αντίσταση στον αέρα.

Όταν πετάνε, τα παπιά δεν κάνουν αερογλυστρήματα όπως οι κορμοράνοι. Όταν θέλουν να «πιάσουν» στο νερό, πλανάρουν κρατώντας σταθερά τα φτερά τους και προβάλλοντας τα πόδια  με ανοικτά τα δάκτυλά, για να φρενάρουν στο νερό. Σε αυτή τη φάση κάνουν  συνήθως ένα ημικύκλιο, για να κόψουν την φόρα της πτήσης τους. Το μέγεθος ενός κοπαδιού εν πτήσει,   δεν αποτελεί σταθερό κανόνα για ξεχωρίζει ο κυνηγός  τις πάπιες μεταξύ τους.

Μερικά  είδη – όπως  είναι τα σφυρικτάρια, τα κιρκίρια, αλλά και οι χήνες –  φωνάζουν ενώ πετάνε, ωστόσο αυτό είναι πιο σπάνιο στα άλλα παπιά..

Στον αέρα, οι πάπιες δεν σχηματίζουν το σταθερό «λάμδα» που είναι στερεότυπο στις χήνες…Πετάνε μάλλον ακανόνιστα , αλλάζοντας πολλές φορές σχήμα, εναλλάσσοντας θέση τα μπροστινά με τα πίσω πουλιά. Στις μεταναστεύσεις όμως, όλα τα υδρόβια έχουν το δυναμικό σχήμα της πυραμίδας, με κεφαλή το δυνατότερο πουλί!  Ο σχηματισμός αυτός, με τα ανοδικά ρεύματα της κίνησης των φτερούγων, ευνοεί τα πουλιά που βρίσκονται πίσω, καθώς λογικά είναι τα πιο νεαρά και αδύναμα.

 

Στις καθημερινές μετακινήσεις μέσα στον υγρότοπο το ύψος πτήσης ποικίλει, από μερικά μέτρα από το έδαφος ως 70-100 μέτρα, ανάλογα  με την απόσταση που θέλουν να καλύψουν. Αν τα μέρη που περνάνε τουφεκιούνται, μοιραία παίρνουν ύψος που τα κρατά εκτός βεληνεκούς του κυνηγετικού όπλου.

Τα παπιά είναι γοργόφτερα πουλιά, που αναπτύσσουν μεγάλη ταχύτητα (υπολογίζεται σε περίπου 30-35 μέτρα το δευτερόλεπτο)

Οι χήνες πετούν εξίσου γοργά , αλλά λόγω του όγκου και του αναπτύγματος των φτερούγων τους φαίνονται να κινούνται αργά… Αυτό είναι και το λάθος που γίνεται στην εκτίμηση της προσκόπευσης από τους κυνηγούς. Οι ταχύτητες των πουλιών διαφέρουν  όταν γίνεται αποδημία, όταν προσπερνούν κάποιο  επικίνδυνο σημείο και επιταχύνουν, όταν τουφεκιούνται κλπ.

papia1

Τα παπιά προτιμάνε γενικά ανοικτά μέρη,  με νεράκια για να κάθονται. Θάμνοι, τούμπες με χώματα, οτιδήποτε άλλο έχει όγκο, αποφεύγεται επιμελώς από τα καχύποπτα παπιά, ιδιαίτερα όταν τα κοπάδια είναι μεγάλα.

Στις μετακινήσεις τους   προτιμάνε πάλι ανοικτά γυμνά  μέρη ,  που δεν προσφέρουν καμία κάλυψη στον κυνηγό. Τα μέρη με απέραντες  καλαμούρες – που  συνήθως «μπατακώνουν» – προτιμούνται από τα πρασινοκέφαλα. Το βράδυ τα πουλιά αποφεύγουν να κάθονται σε ανοικτά νερά για πολύ ώρα… Έτσι, αφού «πιάσουν» τείνουν να   τρυπώνουν ανάμεσα στα παπιρλίκια, για να φάνε, να πιούνε και να κρύψουν το σώμα τους.

Τα απέραντα κομμάτια νερών ανάμεσα σε στεριά και θάλασσα, τα ΄΄συμπλέγματα΄΄ μιας λιμνοθάλασσας, είναι τα πρώτα στην προτίμηση των πουλιών. Εκεί ακριβώς συγκεντρώνονται σε μεγάλα κοπάδια και κάθονται με τις ώρες. Αυτά τα νερά που ανακατεύονται με την θάλασσα προσφέρουν και το ΄΄αλμύρισμα΄΄ στα πουλιά, που ανά τακτά χρονικά διαστήματα το ζητάνε. Τα μεγάλα αυτά παραθαλάσσια κομμάτια σε έναν υδροβιότοπο, «υποδέχονται» πρώτα-πρώτα τα πουλιά που έρχονται από την μετανάστευση, καθώς η  θέα της απέραντης θάλασσας ορίζει και το τέλος της μετακίνησής τους. Αργότερα, με ορμητήριο τα ήσυχα  αυτά καταφύγια, θα ξεχυθούν στα ενδότερα, για αναγνωρίσεις,  φαγητό, νερό κλπ.

Στους ισχυρούς  νοτιάδες  και βοριάδες, τα ανοικτά νερά που δέρνονται από τα  κύματα «προγκάνε» τα πουλιά. Οι πάπιες σηκώνονται και  αναζητάνε μέρη ήσυχα με απανεμιά, για να τη «βγάλουνε»  μέχρι να ηρεμίσει ο αέρας.

Στις μεγάλες βροχοπτώσεις, τότε που πλημμυρίζουν πολλά κομμάτια γης με τακτική καλλιέργεια (καλαμπόκι, τριφύλλι κλπ), η προσοχή των πουλιών στρέφεται εκεί.

Τα χόρτα που μουσκεύουν και μαλακώνουν στα φρεσκοπλημμυρισμένα  αυτά μέρη γίνονται ανάρπαστα από τα πεινασμένα παπιά… Βγαίνουν λοιπόν σε νέα δρομολόγια προς τα εκεί , από το σούρουπο και για όλη την διάρκεια της νύκτας. Πονηρές γάνες ή νερόλακκοι, κανάλια που  περιτριγυρίζονται από καλάμια ή γιαλγκίνια, είναι  σημεία που προτιμάνε τα πουλιά.

Τα ψαλίδια προτιμάνε νερά αβαθή, αλλά σε μεγάλη εξάπλωση, ώστε να  κάθονται στην μέση για ασφάλεια. Τα σαρσελάκια τρυπώνουν σχεδόν παντού όπου υπάρχουν νερά, γι’ αυτό και δεν «καλουπώνονται» σε κανόνες και ορισμούς.

Κανάλια ή ποτάμια με ορμητικά, τρεχούμενα νερά, δεν προτιμούνται από τα παπιά σε αντίθεση απο τις μαυρόκοτες.

Αν βοηθάει ο φωτισμός της μέρας και  η οπτική γωνία που βλέπει ο κυνηγός τα πουλιά,  τα χρώματα  των αρσενικών ξεχωρίζουν. Θα φανεί το σκούρο κεφάλι του πρασινοκέφαλου, η διχρωμία άσπρου-καφέ στο ψαλίδι, το καφέ κεφάλι από το σφυριχτάρι κλπ.

Στην σουβλόπαπια (ή ψαλίδα ), είναι χαρακτηριστική στα αρσενικά η μακριά λεπτή μυτερή ουρά, που αποτελείται από δύο λεπτά στενόμακρα  φτερά, ακριβώς σαν ψαλίδι.

Το κιρκίρι φωνάζει όπως είπαμε με  το χαρακτηριστικό κρι-κρί όταν πετάει, όπως επίσης….σφυρίζει και το σφυριχτάρι.

Η φλυαρόπαπια έχει λευκό καθρέπτη και στα δύο φύλα, ωστόσο πολλές φορές συγχέεται με την καστανιά (θηλυκιά πρασινοκέφαλη). Η βαρβάρα είναι γενικά μία άσπρη χηνοπάπια με χαρακτηριστικό σταυρό στην κοιλιά της όταν την βλέπεις από κάτω, γι’ αυτό και πολλοί την λένε σταυρόχηνα.

Η ροπαλόπαπια  ξεχωρίζει από το ογκώδες κεφάλι της ,την άσπρη λωρίδα στα φτερά της και το κοντόχοντρο σώμα της.

Από κοντά είναι ένα πανέμορφο πουλί (η αρσενική),γι’ αυτό τον λόγο στον Έβρο ….την λένε» Μπριτζίτ Μπαρντώ»!

Οι κύκνοι είναι από τα μεγαλύτερα υδρόβια πουλιά με μακρύ λαιμό  ( μεγαλύτερο από το σώμα τους)  και είναι ολόασπροι , εκτός από τα νεαρά πουλιά που είναι σταχτιά.

Οι χήνες είναι πουλιά με μέγεθος μικρότερο από τους κύκνους, αλλά μεγαλύτερο των παπιών. Αρσενικό και θηλυκό έχουν ίδιο

 


About the Author



Back to Top ↑
  • Video της εβδομάδας