ορτυκι

Published on 17 Αυγούστου, 2015 | by Kynoclub

0

Ορτύκια και ορτυκάκια…

Κείμενο. Άγγελος Ποιμενίδης

φώτο Νίκος Φωτακόπουλος

Από τα «ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΑ ΝΕΑ»-Ιανουάριος 1964

Το ορτύκι είναι το θήραμα που μου έχει χαρίσει τις περισσότερες κυνηγετικές μου εμπειρίες και το μελέτησα παραπάνω από τ΄ άλλα κυνήγια.

Το θεωρώ, το μικρότερο απ΄ όλα τα θηράματα αλλά και το σοβαρότερο και σπουδαιότατο. Και λέγω το μικρότερο, γιατί τις σιταρήθρες, τις τσίχλες, τα κοτσύφια και τα συκοφάγια ακόμα δεν τα υπολογίζω για θηράματα κυνηγών της καριέρας. Είναι για τους λαστιχάδες και όχι για τους κυνηγούς με σιδερικά και την αξιοπρέπεια που επιβάλλει η αρειμανιότητα και αντρειοσύνη τους.

Το αγριογουρουνοκυνήγι, το περδικοκυνήγι στα κατσάβραχα, το λαγοκυνήγι με τα ποδάρια και όχι με γκέγκα, είναι ηρωϊκά κυνήγια. Οι σιταρήθρες και τα τρυγόνια μπορεί να προϋποθέτουν τέχνη στο τίρο τους, επιτηδειότητα και ικανότητα, που δεν την έχουν όλοι οι κυνηγοί, όμως είναι καρτεριτζίδικα κυνήγια και το προσόν του κυνηγιού τους είναι ο αυτοματισμός της σβελτάδας. Δεν απαιτούν αγώνα, μόχθο, στρατηγήματα και γνώσεις.

Και το ορτύκι με τις τοποθετήσεις που κάμνω εδώ επιτροχάδην, δεν πρέπει να θεωρείται κυνήγι αξιοπρέπειας, εξαιτίας του μεγέθους του και του εύκολου τίρου του. Είναι όμως κυνήγι, αφού απαιτεί γνώσεις και εμπειρίες και σκύλο και ψάξιμο και περπάτημα και ταλαιπωρία. Η εμπορία του άλλωστε, του προσφέρει την σημασία, που τέτοιαν δεν απόχτησαν και ούτε θ΄ αποχτήσουν οι τσίχλες και τα κοτσύφια.

Σήμερα μάλιστα που ελαττώθηκε ή χάθηκε το ενδημικό κυνήγι και λιγόστεψαν τα πληθωρικά και μπουλουκοειδή περάσματα των ορτυκιών, το θήραμα αυτό πρέπει να θεωρηθεί σοβαρό, αφού σπανίζει και ψάχνεται, για να βρεθεί σαν τη λιγοστή πέρδικα του κάμπου.

  Τα στέκια των ορτυκιών

Τα στέκια των ορτυκιών, τα χωρίζω σε τρεις κατηγορίες: α) Στέκια της επιστροφής-πιστρόφια. β) Στέκια της μονίμου παραμονής τους για φώλιασμα και γ) Στέκια και καταλύματα των φθινοπωρινών περασμάτων τους.

Α) Τα στέκια της επιστροφής των ορτυκιών την άνοιξη, είναι οι παράλιοι κάμποι της πατρίδος μας, οι ίδιοι περίπου χώροι από τους οποίους περνούν και το Σεπτέμβρη για την αποδημία τους. Έρχονται με νοτιάδες τη νύχτα και αν είναι ξεκούραστα, προχωρούν στην ενδοχώρα. Έτσι δεν μπορείς να πεις, όπως για τα τρυγόνια, ότι έχουμε σήμερα «μαζικά πιστρόφια». Σκόρπια τα βρίσκεις στα χωράφια τον Απρίλη. Είναι αδύνατα τα πουλιά αυτά, σβέλτα, ανήσυχα και μ΄ ένα περπάτημα διαβολικό, ποντικίσιο.

Εφήμερα κυριολεκτικά, είναι τα στέκια τους αυτά. Θα διημερεύσουν μοναχά για να συνεχίσουν το ταξίδι τους στα ενδότερα όπου θα εγκατασταθούν μόνιμα για να ξεκαλοκαιριάσουν, και ν΄ αναπαραχθούν. Αν ήταν δυνατό ν΄ απόφευγαν τη στάση αυτή σε τέτοια στέκια προσωρινότητας, δεν θα βλέπαμε ορτύκια την άνοιξη. Θα τραβούσαν ίσια προς τις πατρίδες τους, στους τόπους των φωλιασμάτων και αναπαραγωγής των. Και αυτό γίνεται στα περισσότερα πιστρόφια, όταν είναι ξεκούραστα και έχουνε το κουράγιο να συνεχίσουν το ταξίδι τους δίχως σταμάτημα. Στους δρόμους όμως και τις πορείες δεν λείπουν οι βραδυπορούντες.

Τέτοια είναι και τα ορτύκια, που συναντάμε την άνοιξη στα χωράφια. Φυσικά τα ορτύκια αυτά δεν κυνηγιούνται, γιατί συμπίπτουν με την εποχή που απαγορεύεται το κυνήγι. Αν επιτρεπόταν, δεν θα τα γνωρίζαμε καλλίτερα, γιατί είναι ανάρια και στέκια επίσημα και τυποποιημένα δεν έχουν όπως τα σεπτεμβριανά, που παρακάτω θα πούμε.

Είδα τέτοια ορτύκια και στα χαντάκια των δρόμων και στις αυλές των σπιτιών και σε βουνά ακόμα απόμακρα από τη θάλασσα και ακέφαλα, σκοτωμένα από τα σύρματα των τηλεγράφων. Ταλαιπωρούνται πολύ τα δύσμοιρα, περνώντας το πέλαγος.

Και είναι ανάλαφρα και άπαχα από την καλοπέραση στα χειμαδιά τους. Έχουν όμως το βάρος του δαιμονισμένου ερωτισμού τους. Είναι τρομερά ερωτομανή και, ενώ είναι κουρασμένα και κατατσακισμένα από το ταξίδι τους, η αχαλίνωτη ερωτομανία τους τα ξεθεώνει. Μόλις προσγειωθούν από τους αέρινους δρόμους, ορμούν προς την αναπαραγωγή, έστω και στο προσωνικό αυτό στέκι τους. Κράζονται τα σκόρπια δώθε-εκείθε με ένα χαρακτηριστικό «τίπ-τίπ-τίπ», και κάμνουν το γάμο τους. Φουσκωμένα, από τα χειμαδιά τους, ακόμα, είναι τα φλογισμένα σωθικά τους.

Αυτά τα ζευγάρια θα σταθούν μόνιμα στο πρώτο τους αυτό στέκι.

Τάλλα θα προχωρήσουν και θ΄ απλωθούν σ΄ όλη την Ευρώπη, για να φωλιάσουν και αυτά κάπου μόνιμα και νοικοκυρεμένα.

Β) Όλη η Ευρώπη φιλοξενεί τα ορτύκια το καλοκαίρι και σ΄ αυτήν αναπαράγονται σε αφθονία. Δύο γέννες, δεκαπλασιάζουν τους τεκνοπιούς, και κάμνουν έτσι τεράστια φαμίλια, για να δεκατιστεί ύστερα, από τους φυσικούς των εχθρούς, τα σαρκοφάγα και αιμοβόρα φτερωτά και τριχωτά, τους ευγενείς ανθρώπους και το μυστηριώδες αίτημα της φύσης για την αποδημία τους.

Οι χώροι αυτοί των μονίμων εγκαταστάσεών τους, που θα γεννοβολήσουν τα αυγά, πούνε μεγαλύτερα από το κεφάλι τους, είναι τυπικοί και απαράβατοι. Δάση και θαμνότοποι δεν είναι. Είναι κάμποι, παραποτάμια λιβάδια, χωράφια εκτεταμένα, έλη αποξηραμένα.

Καμπίσια πέρδικα είναι το ορτύκι, σε σχετική μικρογραφία και όπως ζει και πορεύει το τσίλι, το ίδιο κάμνει και το ορτύκι. Μόνο που δεν έχει το κουράγιο ν΄ απομακρυνθεί πολύ από το στέκι του, όπως τα τσίλια. Αυτά έχουν δυο και τρία χιλιόμετρα ακτίνα βοσκής ή διαφυγής από το χώρο που φώλιασαν, ενώ το ορτύκι, κατά το μπόι και την πλαδαρότητα της σάρκας του, πεντακόσια μέτρα ζήτημα είναι αν προτιμά ν΄ απομακρυνθεί από τον τόπο, που γεννοβόλησε και μεγάλωσε τις «κατσαρίδες» του.

Κατσαρίδες λέω τα μικρά ορτυκάκια, γιατί τέτοια είναι μόλις πρωτοβγούν από το αυγό τους. Ενός καρυδιού όγκο έχουν και δεν έχουν τα σωματάκια τους τις δέκα πρώτες ημέρες, του ταλαίπωρου βίου τους.

ortikia1

 

 Τα ντόπια ψάξε στα  ποτιστικά

Οι τυπικοί αυτοί χώροι, που τους διαλέγουν τα ορτύκια, απαραίτητο είναι να έχουν νερό, νάναι δροσεροί το  καυτό καλοκαίρι, να διατηρούν πρασινάδα και προπαντός να έχουν αγιόχορτα, ζιζάνια, που οι σπόροι τους είναι και η τροφή των ορτυκιών.

Ιδανικοί χώροι είναι οι κάμποι με τριφύλλια. Αυτό μου το είπεν η πείρα όταν είδα ότι στον τόπο μας, τον Νομό Έβρου, δεν φώλιαζαν προπολεμικά ορτύκια. Σπάνιο πράγμα ήταν να ιδείς «ντόπια», όπως λέγονται, ορτύκια.

Μεταπολεμικά, όταν οι παρέβριες βαλτώδεις εκτάσεις αποστραγγίστηκαν και τους αντικατέστησαν οι «τριφυλλεώνες», παρατηρώ και παρακολουθώ καταπληκτικούς συνοικισμούς «ντόπιων» ορτυκιών και στον Γιαούραντα ακόμα που γίνονται αντικείμενο κυνηγιού κατά τον Αύγουστο που αρχίζει το κυνήγι και πριν αρχίσουν τα επίσημα περάσματα της αποδημίας. Το ίδιο παρατηρήθηκε και στους ορυζώνες της Χρυσούπολης, στον κάμπο της Δράμας, Σερρών, στο Τσάγεζι του Στρυμόνα κ.α.

Οι αρδεύσεις με κανάλια και αντλιοστάσια, η δημιουργία ποτιστικών εκτάσεων προσκάλεσαν τα ορτύκια στον τόπο μας και καλοδέχτηκαν την εγκατάσταση για να παρηγορήσουν τους κυνηγούς.

Όλο το καλοκαίρι ακούγονται τα «τίπ-τίπ-τίπ» της χαράς και ευτυχίας τους (!).

Αν οι χώροι αυτοί, υπόκεινται σε ξηρασία για διάφορους λόγους κλίματος ή αλλαγής της καλλιέργειας, τα ορτύκια βασανίζονται. Πεθαίνουν τα μικρά στην ξηρασία του Ιουνίου-Ιουλίου. Τότε τα μεγάλα αρχίζουν πρώιμα την μετακίνηση. Όχι την αποδημία. Μετακινούνται σε άλλους χώρους, με ευνοϊκότερες συνθήκες διαβίωσης.

Κάμνω μια διάκριση: «Ντόπια ορτύκια» λέμε και τα ορτύκια που απομένουν στον τόπο μας για να ξεχειμωνιάσουν. Είναι τα καχεκτικά και άρρωστα ή οπωσδήποτε ελαττωματικά ορτύκια των φθινοπωρινών περασμάτων, που είναι ανίκανα να ακολουθήσουν την πορεία των συντρόφων τους που αποδημούν.

Τα αποδημητικά είναι αποδημητικά, όπως τα χελιδόνια, τα λελέκια κλπ. Αποδημητικά με διπλή έννοια, δεν υπάρχουν. Σπάνιες οι εξαιρέσεις της φύσης. Οι νόμοι της άτεγκτοι και αδήριτοι.

Τα «ντόπια» αυτά ορτύκια, που συναντούμε στα καταφύγια – άσυλά τους – και τον Γενάρη και μέσα στα χιόνια, όταν κυνηγάμε τις μπεκάτσες, διάγουν ζωή διαφορετική από τα συντρόφια τους των περασμάτων.

Εκείνα – όπως θα πούμε παρακάτω- διημερεύουν ακίνητα στο στέκι τους, το ορτυκοτόπι, χωρίς να βόσκουν ή να ποτίζονται. Αυτά απεναντίας προσαρμόζουν τη ζωή τους με το σκοπό της και ανάλογα με το περιβάλλον.

Αν είναι τρία-τέσσερα σε αποστάσεις 1-2 χιλιομέτρων, συγκεντρώνονται, κοπαδιάζουν στο προσφορότερο ορτυκοτόπι, και διαβιούν σαν τις καμπίσιες πέρδικες. Διαλέγουν χώρους για βοσκή, χώρους για στάλισμα, χώρους καταφυγής σε περίπτωση κινδύνου. Γνωρίζουν τον τόπο όπως οι πέρδικες και τον χρησιμοποιούν αναλόγως.

Τον έχουν καλά περπατημένο και αξιοθαύμαστα καλομαθημένο.

Έχουν χάσει το πάχος τους και τους απόμεινε μια κιτρινάδα κάτω από το πετσί. Είναι σβέλτα σαν τα ποντίκια και δεν δίνουν ευκαιρίες στο σκύλο να τα φερμάρει. Διαφεύγουν σα διάβολοι και παλαβώνουν το σκύλο. Πετούν με διπλάσια σβελτάδα και ταχύτητα από τα παχιά Σεπτεμβριανά αδέλφια τους.

Πολλές φορές γίνονται ζευγάρια και ερωτοτροπούν για να σπιτωθούν την άνοιξη, αλλά δεν φαντάζομαι να έχουν την ικανότητα, ύστερα από την ταλαιπωρία της χειμωνιάτικής τους αναγκαστικής παραμονής ή εξαιτίας κάποιας ελαττωματικότητας που δεν τα επέτρεψε ν΄ ακολουθήσουν το δρόμο των άλλων, όπως είπα παραπάνω.

Αν όμως όσα έχουν την ζωτικότητα της αναπαραγωγής, την ευτυχία τους δεν θα την απολαύσουν αυτού στον τόπο της περιπέτειάς των.

Θα ταξιδέψουν κάπου αλλού, για να σκαρώσουν το νοικοκυριό τους. Οι ναυαγοί μένουν μαθές στα ξερονήσια, για να συνεχίσουν την… ευτυχία τους;

 


About the Author



Back to Top ↑
  • Video της εβδομάδας