προσωπα

Published on 23 Νοεμβρίου, 2015 | by Kynoclub

0

Στη μνήμη του αξέχαστου Ηλία Γκαϊφύλλια…

Έχουν περάσει πια αρκετά χρόνια από τότε που ΄΄έφυγε΄΄ ο Ηλίας Γκαϊφύλλιας για τα κυνηγοτόπια του ουρανού.

Με τον Ηλία γνωριστήκαμε μερικά χρόνια πριν ΄΄φύγει΄΄ πρόωρα από τούτο τον κόσμο. Ήταν ένας πολύ ωραίος και περήφανος κυνηγός και άνθρωπος. Τόσο περήφανος και αξιοπρεπής που δεν περίμενε να έρθει ο χάρος να τον βρει. Πήγε μόνος του να τον συναντήσει…

Νοιώθω τυχερός που τον γνώρισα και τον έζησα, όχι μόνο μέσα από το βιβλίο του άλλα και σαν ένα ξεχωριστό φίλο. Έναν φίλο με μια σπάνια και  ασυμβίβαστη προσωπικότητα. Ήταν ένας μαχητής του κυνηγίου που δεν δίσταζε να τα βάλει με το κυνηγετικό κατεστημένο το οποίο, ώ τι έκπληξη, σήμερα  αποτελείται από τα ίδια ακριβώς πρόσωπα όπως και τότε! Τίποτε δεν έχει αλλάξει εδω και δεκαετίες…. Πόσο δίκιο είχε λοιπόν ο ασυμβίβαστος Θρακιώτης;

Οι νεότεροι έχουν γνωρίσει τον Ηλία μέσα από τα αποσπάσματα του βιβλίου του ΄΄Το κυνήγι του Αγριογούρουνου στη Ροδόπη΄΄ που κατά καιρούς αναδημοσιεύει το kynoclub.gr   Oμως ας θυμηθούμε και ας γνωρίσουμε καλύτερα  τον αξέχαστο  Ηλία Γκαϊφύλλια  μέσα από τον αποχαιρετισμό ενός άλλου φίλου του Ηλία Πετρόχειλου όπως δημοσιεύτηκε τότε, τον Απρίλιο του 2003 στο Έθνος-Κυνήγι. Είναι ένας (απο)χαιρετισμός σε ένα μεγάλο αγωνιστή και μαχητή των κυνηγετικών αξιών που σήμερα οι παρακαταθήκες είναι  περισσότερο επίκαιρες από ποτέ…

Νικος Φωτακόπουλος

gkaufilias5

ΣΤΕΡΝΟ ΑΝΤΙΟ Σ’ ΕΝΑ ΦΙΛΟ

Κείμενο: Ηλίας Πετρόχειλος

Στα μέσα Νοεμβρίου του 2002 έφυγε από τη ζωή ένας πολύ στενός και αγαπητός φίλος, ο Ηλίας Γκαϊφύλλιας από την Κομοτηνή.

Μετά το πέρασμα αυτών των λίγων μηνών από το θάνατό του, σκέφτηκα να σας γράψω λίγες γραμμές για τον Ηλία, στη μνήμη του, τώρα που τα συναισθήματα έχουν κάπως κατακάτσει. Το υποσχέθηκα άλλωστε στην κηδεία του και στα παιδιά της παρέας, που όλοι μαζεύτηκαν για να τον χαιρετήσουν.

Με τον Λιάκο (έτσι τον φώναζα όπως και αυτός εμένα, και ας είχε την ηλικία σχεδόν του πατέρα μου) γνωρίστηκα στην Κομοτηνή στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ως πρωτοετής τότε, φοιτητής της Νομικής. Η γνωριμία μας υπήρξε μια συγκυρία που θα κουράσει ανώφελα τον αναγνώστη να εξιστορήσω, οπότε θα περιοριστώ να πω ότι υπήρξε και για τους δυο μας μια σημαντική εμπειρία από την οποία αποκομίσαμε και οι δυο πολλά. Το όνομα του Λιάκου το γνώριζα από παλιά, από τα γραπτά του, πριν το κομπιούτερ των Πανελληνίων με στείλει στην Κομοτηνή. Τον γνώριζα και φυσιογνωμικά από μια φωτογραφία του στο «Κυνήγι & Σκοποβολή» του Νικήτα, η οποία συνόδευε κάποια από τις κυνηγετικές του ιστορίες. Θυμάμαι ότι από τότε ακόμη, πριν η σύμπτωση με οδηγήσει στην Κομοτηνή, είχα μέσα μου ελπίσει να γνώριζα κάποτε αυτόν τον άνθρωπο και να μου δίδασκε αυτά που γνώριζε για το κυνήγι του αγριογούρουνου. Θυμάμαι ακόμη την πειραχτική και χιουμοριστική διάθεσή του προς πράγματα και ιδίως την έξυπνη λεζάντα της φωτογραφίας αυτής με το καπρί, τον Φίλη και τον Σπύρο «οι τρεις που κατά την επιστροφή…γίναμε τέσσερις». Εν πάσει περιπτώσει, τη γνωριμία μου με το Λιάκο εγώ την θεώρησα εξαρχής μια μοιραία γνωριμία, αν μπορεί κανείς να το θέσει έτσι.

Η γνωριμία μας στην αρχή, ασφαλώς περιεστράφη γύρω από το κυνήγι και μάλιστα αυτό του αγριογούρουνου. Ακόμα θυμάμαι τα συναισθήματα ενθουσιασμού που με κατέλαβαν όταν χτύπησε το τηλέφωνο στο φοιτητικό μου σπίτι και άκουσα έναν άγνωστο άντρα με βαριά φωνή, να μου συστήνεται με το όνομά του, μέσω του κοινού μας γνωστού και να με ρωτάει αν ήθελα το Σάββατο να ακολουθήσω την παρέα τους στο πρώτο μου κυνήγι αγριογούρουνου. Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα, αλλά πιστεύω ότι όταν γνωρίστηκα με τον Λιάκο πρέπει να είχε δεκαετίες να σηκώσει τουφέκι σε άλλο θήραμα. Εχω γνωρίσει έκτοτε αρκετούς γουρουνάδες, αλλά, με τον κίνδυνο να θεωρηθώ υπερβολικός, πιστεύω ότι ο Λιάκος πρέπει να ήταν ο πλέον ικανός. Την ικανότητά του αυτή προσωπικά την απέδιδα, ιεραρχικά στα εξής: α) στην διαίσθηση του θηράματος, δηλαδή μια ενδιάθετη γνώση των κινήσεών του, β) στη συνεχή και αποκλειστική ενασχόληση με το θήραμα αυτό και μόνο, γ) στο ταλέντο της ιχνηλασίας, δ) στην εξαιρετική φυσική κατάσταση, ε) στην σκοπευτική δεινότητα κατά την ενστικτώδη σκόπευση. Το τελευταίο που είναι ιδιαίτερα σημαντικό στη σκόπευση στα πυκνά με ανοιχτά σκοπευτικά, χαρακτηρίζει άλλωστε όλους τους καλούς τοξότες και ο Λιάκος είχε τον τίτλο του Πρωταθλητή Ελλάδος και Βαλκανιονίκη στο άθλημα αυτό.

Βαθμιαία η γνωριμία μας έπαψε να έχει ως βασικό της συστατικό την παρέα στο κυνήγι και ανακάλυψα στο πρόσωπό του, έναν άνθρωπο που χωρίς να ξέρει πολλά γράμματα ήταν βαθιά μορφωμένος, ανήσυχος και προβληματισμένος, όχι μόνο για τα τοπικά και εθνικά δρώμενα, αλλά και για τη διεθνή πραγματικότητα. Του άρεσε να γράφει και χειριζόταν πολύ καλά την πένα, δίνοντας στον αναγνώστη του με απλά λόγια να καταλάβει τα γραφόμενα. Εξακολουθώ να θεωρώ την β’ έκδοση του βιβλίου του που είχα τη χαρά να επιμεληθώ, ως την εγκυκλοπαίδεια του κυνηγιού του αγριογούρουνου. Με δυο λόγια επρόκειτο για έναν άνθρωπο μεγάλων δυνατοτήτων, που αν οι οικονομικές του και κοινωνικές προϋποθέσεις είχαν υπάρξει διαφορετικές, πιστεύω ότι θα είχε φτάσει πολύ ψηλά στο δρόμο που θα ακολουθούσε .

gkaufilias3

Ο Λιάκος προσπάθησε να μου το διδάξει το κυνήγι αυτό που γνώριζε άριστα. Δεν ντρέπομαι να πω ότι το κατάφερε σε πολύ περιορισμένο βαθμό, παρότι όσα χρόνια έμεινα στην Κομοτηνή, κυνηγήσαμε μαζί ανελλιπώς, όπως κυνηγήσαμε μαζί και τα κατοπινά χρόνια, όποτε και όσο οι συνθήκες μου το επέτρεπαν. Τούτο όμως δεν τον απασχολούσε, ούτε και την υπόλοιπη παρέα. Είχαν όλοι ενστερνιστεί μια άλλη φιλοσοφία κυνηγιού, σύμφωνα με την οποία προείχε η συντροφικότητα, η ασφάλεια ανθρώπων και σκύλων, τα γέλια και ο μεζές γύρω από τη φωτιά και το κεφάλι που θα έτρωγε μαζί η παρέα την Δευτέρα το βράδυ στην ταβέρνα του Αντώνη, αν το Σαββατοκύριακο βαρούσαμε κανένα γουρούνι. Ηταν ευπρόσδεκτος εξίσου στην παρέα και εκείνος που θα έπαιρνε το καπρί, και αυτός που θα το έχανε, αρκεί να ήταν ασφαλής με το τουφέκι και να είχε τα παραπάνω χαρακτηριστικά που κάνουν έναν άνθρωπο αγαπητό στην παρέα.

Και αυτό είναι κατά τη γνώμη μου η μεγάλη αρετή που είχε ο Λιάκος και (θα πρέπει να) αποκτάει ο κάθε κυνηγός με τα χρόνια, η ολιγάρκεια στην επιθυμία για την απόκτηση του θηράματος. Αλλωστε και η παρέα αυτό το νόημα είχε για τον Λιάκο, το μοίρασμα, όχι την αποκλειστικότητα. Κάποτε μου είχε εκμυστηρευθεί, και ξέρω πως είναι αλήθεια, ότι αν ήθελε το θήραμα, θα μπορούσε κατά βούληση, βγαίνοντας για κυνήγι με τον «καπετάνιο», τον Σπύρο τον Καμπαγεωργίου, να κατεβάζουν όποτε ήθελαν και από ένα ζώο από το βουνό.

Το πάθος όμως αυτό για την ποσότητα είχε παρέλθει στο Λιάκο. Είχε μείνει κατά βάση σε μας, τους νεότερους της παρέας και ήταν ένα από τους λόγους για τους οποίους και ο ίδιος και οι υπόλοιποι οι εμπειρότεροι, προσπαθούσαν να γίνει το καλύτερο «δέσιμο», η καλύτερη παγάνα, το αρτιότερο αράδιασμα των καρτεριών, ώστε να αυξηθούν οι πιθανότητες επιτυχίας και να γίνει ακόμα εντονότερη η δική μας χαρά, αυτό το τόσο ιδιότυπο συναίσθημα ευφορίας που καταλαμβάνει όλους μας, όταν η βόλτα φέρνει και αποτελέσματα.

Ο Λιάκος υπήρξε ένας πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος. Είχε ένα χαρακτηριστικό που προσωπικά το θεωρώ επικίνδυνο για τον άνθρωπο, την περιφρόνηση προς τον κίνδυνο (ή αυτά που οι περισσότεροι θεωρούμε επικίνδυνα) και τη σχεδόν πλήρη έλλειψη του συναισθήματος του φόβου. Ενώ κατά βάθος ήταν ένας πολύ τρυφερός και ευαίσθητος άνθρωπος, ήταν συνάμα και εξαιρετικά αποφασιστικός και αλύγιστος στις αποφάσεις του, τόσο, ώστε επιφανειακά κρινόμενος να μπορούσε να θεωρηθεί ως και σκληρός. Ιδίως απέναντι στον εαυτό του.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ την τελευταία φορά που τον άκουσα, λίγες ώρες πριν αφαιρέσει μόνος του τη ζωή του, μιλώντας μαζί του, περασμένα μεσάνυχτα, από το τηλέφωνο. Τον άκουσα ότι είχε «βαρύνει» και του είπα ότι το Σάββατο θα ανέβαινα στο αεροπλάνο να πάω να τον δω. «Μην έρχεσαι Ηλία. Ελα μια και καλή στα σαράντα» ήταν η απάντησή του που και τώρα που τη σκέφτομαι με γεμίζει πόνο και μαζί έκπληξη για τον άνθρωπο αυτό.

Το πρωί της επόμενης μέρας, στο δρόμο για το δικαστήριο, χτύπησε το κινητό μου και ήταν σαν να το ήξερα, πριν ακόμα μου το πει ο αγαπημένος φίλος του Λιάκου, ο Φώτης ο Ζαρίτας, καλός κυνηγός και καλός φίλος, που στάθηκε πολύ στο Λιάκο κατά το ανήφορο του δικού του Γολγοθά. Ολοι οι φίλοι της παρέας και όχι μόνο, του στάθηκαν, και γι’ αυτό θέλω να μου επιτραπεί να τους αναφέρω ονομαστικά και να με συγχωρέσει κάποιος που τυχόν παρέλειψα άθελά μου: Ο Σπύρος Καμπαγεωργίου, ο «καπετάνιος» που ανέφερα πιο πάνω και ο γιος του Παράσχος, ο Σπύρος Χρυσαφίδης, γείτονας του Λιάκου, ο Χρήστος Φραγκούδης, ο Φίλης Κατσανούδης, οι αδελφοί Τσεκμέλογλου και ορισμένοι άλλοι που τώρα μπορεί να ξεχνώ.

Ο Λιάκος θέλησε να συντομεύσει το μαρτύριο της αρρώστιας. Δεν του ταίριαζε πόνος ούτε λύπηση. Ολοι μας γνωρίζαμε ότι από χρόνια πίστευε, πως πρέπει σε τέτοιες περιπτώσεις ο άνθρωπος μόνος του να κόβει το νήμα, με τις δικές του δυνάμεις. Ούτε γνωρίζω, ούτε παίρνω θέση σχετικά με το αν πράγματι είχε δίκιο. Σημασία έχει ότι ο Λιάκος το πίστευε και όπως εξήγησα νωρίτερα, αυτό που πίστευε θα το έκανε.

gkaufilias1

Τη ζωή του αφαίρεσε με το πρώτο του τουφέκι, ένα ρώσικο μονόκαννο, αυτό με το οποίο είχε πάρει το πρώτο του καπρί πριν από δεκαετίες, μαζί με τον Μουμίν. Η φωτογραφία τους αυτή υπάρχει στις πρώτες σελίδες του βιβλίου του. Κανείς δεν ήξερε ότι το είχε το τουφέκι αυτό ακόμη ο Λιάκος. Το είχε κρύψει και όταν οι φίλοι του πήραν δια της βίας όλα τα όπλα, αυτό έμεινε πίσω.

Σήμερα, ο Λιάκος αναπαύεται δίπλα στη μητέρα του, την οποία ο Θεός έκανε το δώρο να την πάρει κοντά του λίγες εβδομάδες πριν αρρωστήσει ο Λιάκος, ώστε να μη ζήσει τον υπέρτατο πόνο του γονιού. Στο μνήμα του γράφτηκαν οι τελευταίες λέξεις του σημειώματος που άφησε πίσω του: «Μ’ έβαλε ο Χάροντας σημάδι, και οι γονείς μου εις τον Αδη, άκουσαν μια τουφεκιά. Γεια σας».

Κάποτε μου είχε πει μια ιστορία ο Λιάκος: το πρώτο βουλγάρικο χωριό πίσω απ’ το σύνορο στην περιοχή που κυνηγούσαμε, λέγεται Τιχομίρ. Είναι μουσουλμανικό χωριό, όπως και τα ομόλογα δικά μας. Κάποιο ξημέρωμα που περπατούσε πάνω στο σύνορο, χωρίς τουφέκι, αλλά για βόλτα μόνο, άκουσε τη χορωδία του ντόπιου στρατοπέδου των Βουλγάρων να τραγουδά στρατιωτικά εμβατήρια. Επρόκειτο για εκείνες τις πολυπρόσωπες στρατιωτικές χορωδίες των Ανατολικών, που μέσα από το πυκνό δάσος της Βουλγαρικής Ροδόπης ακούγονταν σαν να τραγουδούσε η ίδια η φύση. Ηταν, έλεγε ο Λιάκος, μια στιγμή μαγευτική.

Εύχομαι, εκεί που τον έχει τάξει ο Θεός, να ακούει ακόμη τους Βούλγαρους να του τραγουδούν και να αγναντεύει τα πανέμορφα βουνά που τόσο αγάπησε. Στην Αμερικανίδα χήρα του Nancy Ashe, στον αδελφό του, γνωστό τραγουδοποιό Θανάση Γκαϊφύλλια, το γιο του Κώστα και την υπόλοιπη οικογένεια, για άλλη μια φορά, τα βαθιά μου συλλυπητήρια.

Γεια σου και σένα Λιάκο.

gkaufilias4


About the Author



Back to Top ↑
  • Video της εβδομάδας