τρυγονι

Published on 31 Ιουλίου, 2017 | by Kynoclub

0

Ευλογημένο πράμα το τρυγόνι!

Κείμενο του  Άγγελου Ποιμενίδη (Σεπτέμβριος 1963)

Φώτο: Ν. Φωτακόπουλος

ΣΤΕΚΙΑ ΤΡΥΓΟΝΙΩΝ   (μέρος α) 

Ευλογημένο πράμα το τρυγόνι!  Πάνδημος Αφριδίτη, πάνδημος και η τρυγών. Γέροι και νέοι, έμπειροι και άπειροι, νυσταλέοι και ατσίδες, τιρέρ και τυφλαμάρηδες, καθαροκυνηγοί και μαζέτες, όλος ο κόσμος και ντουνιάς στην πάνδημη θήρα της τουρτούρας. Αυτή μας τραχίζει τις ελπίδες, αυτή μας στηρίζει και δεν καταθέτουμε τα όπλα, αυτή τέλος θα παραθέσει την επιτύμβια πέτρα μας με την επιγραφή:

“ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ ΚΥΝΗΓΟΣ, ΣΥΝΕΚΠΝΕΥΣΑΣ ΜΕΤ΄ ΕΜΟΥ ΤΗ ΕΣΧΑΤΗ”.

Έχει το πάνδημο τρυγόνι, τα παραπάνω προσόντα, γιατί δεν υπάρχει χώρος στην ελληνική γη που δεν το γνωρίζει. Είτε στην άνοιξη, είτε στο φώλιασμα του (Απρίλης-Ιούλιος), είτε στην αποδημία του, το τρυγόνι θα διασχίσει οπωσδήποτε όλους τους ελληνικούς ορίζοντες και θα το αγναντέψουν οι κυνηγοί, που όλοι τους γνωρίζουν το σουλούπι και το κρέας του, αδιάφορο αν δεν ξέρουν να το γράφουν και με ύψιλον και με γιώτα και ωμέγα. Γίνεται αυτό, όχι διότι τα τρυγόνια είναι τόσα πολλά, σαν τα κουνούπια και έχουν στέκια όλους τους χώρους της πατρίδος, αλλά διότι είναι πουλιά που πολύ συργιανούν και η μετανάστευσή τους, ανοιξιάτικη και φθινοπωρινή, τα εξαναγκάζει να κάμνουν περιηγήσεις μακρινές και εκτεταμένες.

Το τρυγόνι εξ άλλου με το χελιδόνι είναι πουλιά που κατά τη γνώμη μου έχουν κοντέρ που καταγράφει τα περισσότερα χιλιόμετρα πορείας από όλα τα άλλα πουλιά. Ούτε οι αετοί, ούτε τα γεράκια, ούτε οι πελαργοί και τα χηνοπαπιά μπορούνε να πουν στα χελιδόνια και τρυγόνια: “Παιδιά, σας περάσαμε!” Γυροφέρνουν με τη γρηγοράδα των φτερών τους τους χώρους στους οποίους ζουν και παραδέρνουν. Και οι χώροι αυτοί εκτείνονται σε τρεις Ηπείρους, αν αγαπάτε. Παρηγοριά και το συργιάνι αυτό, γιατί όταν ένα πράγμα διαρκώς μετακινείται, συχνά αντικρίζεται και παρέχει την εντύπωση ότι υπάρχει μέγα πλήθος του είδους του. Ένα κουνούπι αν σεργιανάει στο δωμάτιό σου, σου δίνει την εντύπωση ότι εκατό σε κυνηγάνε! Από την ώρα που θα παρουσιαστεί με το γυρισμό του από την Ανατολή, το τρυγόνι, ως την αποδημία του (Απρίλης-Οκτώβρης) όλο πρόκληση στον κυνηγό είναι. Αυτή η πρόκληση φυσικά εγέννησε τους κυνηγούς. Υπάρχουν περιοχές στην πατρίδα μας που τα τρυγόνια δεν έχουν στέκια για ζωή και γεννοβόλημα. Και όμως περνοδιαβαίνουν τα τρυγόνια και εξωθούν τους ανθρώπους να κυνηγοποιηθούν. Ούτε τα τσακάλια, ούτε οι λύκοι, ούτε τα αγριοκάτσικα, ούτε και οι κάργες δημιούργησαν κυνηγούς. Τα τρυγόνια μας προπαγανδίζουν και βγάζουμε την άδεια. Ευλογία Θεού, τα έρμα, και την υγειά τους νάχουν.Αυτά στηρίζουν και τα καταστήματα κυνηγ. ειδών. Πόσοι τόνοι από σκάγια και μπαρούτια καταναλίσκονται κατόπι τους. Για τους λαγούς, ούτε το ένα χιλιοστό δεν ξοδεύεται από τα πολεμοφόδια αυτά. Μόνο στα τρυγόνια -και δίνουν την ευκαιρία- κάμνομε το χουβαρντά και τσιουκανάμε τους ντουμπλέδες και τα σμπάρα με απλοχεριά. Ευλογημένα νάναι, ευφρόσυνε Νεμρώδ. Από την σκοπιά που εξετάζω με τα γραψίματά μου αυτά, τα θηράματα -στέκια, καταφύγια κ.λ.π.-  θα αναφερθώ για τα τρυγόνια σε τρεις περιπτώσεις:

Α΄ ΤΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΙΑ κ.λ.π.

Η επιστροφή από την ξενιτιά των τρυγονιών αρχίζει από τον Απρίλη και βαστά ως τα μέσα Μαΐου. Ο γυρισμός τους εξαρτάται από τις καιρικές συνθήκες και ευνοϊκές είναι αυτές όταν επικρατούν άνεμοι νότιοι. Τα μπουρίνια, οι συννεφιές, οι βροχάδες δεν εμποδίζουν το γυρισμό τους. Τις παγωνιές φοβούνται τα τρυγόνια και τα χιόνια είναι ο θάνατός τους. Χιόνια όψιμα απριλιάτικα πέφτουν πολλές φορές και αντίκρισα πελαργούς, τσαλαπετεινούς, χελιδόνια και άλλα πιστρόφια σε τέτοιες αναπάντεχες μέρες, τρυγόνια όμως ποτέ. Και να ξέρετε: “Άπαξ” έκαμαν μπρος και έβαλαν πλώρη για το γυρισμό τους τα πιστρόφια, πίσω δε γυρνούν. Αναβολή ξεκινήματος από τα χειμαδιά τους κάμνουν, πίσω όμως να γυρίσουν για να ξαναταξιδέψουν, δεν γίνεται, “ερρίφθ΄ ο κύβος” λένε και τραβάνε ως το θάνατο. Νύχτα ταξιδεύουν τα τρυγόνια και η πορεία τους είναι ίδια με την πορεία του φευγιού τους το Σεπτέμβρη. Οι δρόμοι είναι τυποποιημένοι. Αν τους εξακολουθούν τα ίδια τρυγόνια ή άλλες μάζες δεν ξέρω. Ξέρω ότι στέκια τους, διαμονητήρια, επισταθμίες είναι τα ίδια και αυτό το γνωρίζουν οι κυνηγοί και πιάνουν “τα πόστα”. Μικρολοξοδρομήσεις γίνονται, εξ αιτίας μεταβολής του καιρού ή της αλλαγής του χώρου – ίδρυση συνοικισμών εργοστασίων, αποψιλώσεις δενδροτόπων κ.λ.π. – η βασική όμως τροχιά τους δεν αλλάζει. Όλους τους χώρους της πατρίδας που κάμνουν επισταθμία τα τρυγόνια στον γυρισμό τους δεν τους γνωρίζω. Γνωρίζω όμως τον κυρίαρχο κανόνα και είναι οι καθέδρες τους τα ακρωτήρια της ηπειρωτικής μας χώρας και των νησιών της που είναι εστραμμένα προς το νοτιά. Σ΄ αυτά κονεύουν τα πιστρόφια τρυγόνια, αν είναι πρόσφορα για μια προσωρινή επισταθμία.  Πρόσφοροι γίνονται οι χώροι αυτοί των κάβων αν έχουν δέντρα και εκτάσεις χωραφιών. Αν είναι σκέτοι βράχοι, βουνά με χαράδρες, γυμνοί λόφοι και ξερότοποι προχωρούν τα τρυγόνια βορειότερα και εκεί κάμνουν το προσωρινό -ημερήσιο- στέκι τους. Αυτό γίνεται στις Κυκλάδες και στα νησιά του Ιονίου. Γι΄ αυτό εκεί παρατηρούμε μετακινήσεις τρυγονιών κατά την ημέρα από νησί σε νησί και λέμε ότι έχουμε πέρασμα και τα περιμένουμε νάρχονται από τη θάλασσα. Αυτό το πράγμα δεν το θεωρώ φυσικό. Τα τρυγόνια που “έπεσαν” τη νύχτα σ΄ ένα χώρο, αυτόν θα χρησιμοποιήσουν για διαμονή μιας ημέρας. Αν δεν τους είναι “πρόσφορος”, θα τον εγκαταλείψουν από ανωτέρα βία. Τέτοια “βία” είναι όταν με το ξημέρωμα φανεί ότι στο χώρο αυτό δεν υπάρχουν δέντρα για να σταλίσουν, νερά να ποτιστούν και χωράφια να βοσκήσουν. Τα τρυγόνια βλέπετε δεν είναι σαν τα παχειά ορτύκια του Σεπτέμβρη, για να συντηρηθούν με το πάχος τους. Πεινούν και αν ήταν τρόπος να βοσκήσουν και στον αέρα, θα το έκαμναν. Τη βοσκή τους θα την κάμουν στα οργωμένα χωράφια. Είναι εποχή της σποράς των καλοκαιριάτικων και χυμούν στα οργώματα να βοσκήσουν τους σπόρους που στέκουν επιπόλαια πάνω στο χώμα, γιατί δεν τους εσκέπασε το αλέτρι, από οικονομία της φύσης, να φάνε και τα “πετεινά του ουρανού”. Αυτό το γεγονός εκμεταλλεύονται οι κυνηγοί και λένε τάχα πως το τρυγόνι είναι βλαπτικό πουλί. Αλλά και χωράφια έτσι καλλιεργημένα αν υπάρχουν, τα τρυγόνια εγκαταλείπουν το χώρο ύστερα από μιαν ανήσυχη βοσκή, όταν στο χώρο αυτό ελλοχεύει ο θάνατος και αρχίσουν τα έξαλλα σμπάρα των κυνηγών.

Οπωσδήποτε όμως, αν στα απλωτά αυτά χωράφια -έκταση δηλαδή χιλιάδων στρεμμάτων- δεν υπάρχουν συστάδες δέντρων και οι κυνηγοί να λείπουν, τα τρυγόνια αυτού, στέκια και επισταθμία, δεν κάμνουν. Ό,τι είναι για το παπί το έλος, το ίδιο είναι και για το τρυγόνι η συστάδα των δέντρων. Τα δέντρα είναι ορμητήρια και κατοικία και καταφυγή στα τρυγόνια. Ο κάμπος απαραίτητος βέβαια για τη βοσκή τους, σαν πειρατές για τα ρεσάλτα τους. Βοσκάνε αυτού σαν περιστέρια περπατιστά, δίχως ορνιθίσια σκαλίσματα, και γρήγορα – γρήγορα καταφεύγουν στα δέντρα ή στα νερά, αν είναι η ώρα τους, για πότισμα. Στο φαγί και το νερό δεν ξοδεύουν όπως οι πέρδικες χρόνο. Τα κάμνουν στ΄ αρπαχτά. Την περισσότερη ώρα την ξοδεύουν στα δέντρα, είτε για σεργιάνι από τα ψηλότερα ξεροκλάδια του δέντρου είτε για κρούνιασμα στα πυκνότερα κλαδιά, είτε για ασφαλέστερο καταφύγιό τους από τα γεράκια. Το ψήλος μαγεύει και ενθουσιάζει τα τρυγόνια. Αυτό το παρατηρούμε στους άδεντρους χώρους που τους διαποικίλουν μοναχά γυμνοί λόφοι, τούμπες και ανάλογες εξάρσεις του εδάφους. Εκεί βλέπουμε ότι τα τρυγόνια πετούν από κορφή σε κορφή λόφου και δεν προτιμούν ένα ίσιο και χαμηλότερο πέταγμα. Το να πεις ότι το πέταγμα αυτό στα ψηλότερα στρώματα γίνεται γιατί τα πουλιά πετούν ελαφρότερα, εξ αιτίας της μικρότερης έλξης της γης ή του αραιότερου αέρα κλπ. είναι παράτολμο, γιατί πενήντα και ογδόντα μέτρων τέτοια διαφορά, δεν παίζει ρόλο. Ο λόγος είναι ότι τα τρυγόνια αγαπούν το ψήλος για ασφάλεια από τους εχθρούς του εδάφους και για να επισκοπούν μεγαλύτερη έκταση γης που θα την προτιμήσουν για την ανάγκη τους – βοσκή, πότισμα, κρούνιασμα, στέκι εξορμήσεων και διαφυγής.

Συνεχίζεται σε επόμενη ανάρτηση. 


About the Author



Back to Top ↑
  • Video της εβδομάδας