κτηνιατρικα

Published on 7 Απριλίου, 2014 | by Kynoclub

0

Διροφιλαρίωση του σκύλου!

του Κωνσταντίνου Καψάλη – Κτηνίατρου

(από το Κυνηγετικό Εγχειρίδιο 2006 της ΣΤ’ ΚΟΜΑΘ)

H Διροφιλαρίωση είναι ένα από τα σημαντικότερα και αρκετά συχνά νοσήματα του σκύλου στην Ελλάδα. Για τους σκύλους εργασίας και κυρίως τους κυνηγετικούς, η νόσος είναι ιδιαίτερα σημαντική εξαιτίας της συχνότερης εμφάνισης της σε αυτούς, της αιφνίδιας συχνά εμφάνισης βαριάς κλινικής εικόνας, της δαπανηρής θεραπείας της και της καταστροφής που επιφέρει στην κυνηγετική ικανότητα και αντοχή του ζώου.

Γεωγραφική και πληθυσμιακή κατανομή.

Η νόσος εξαπλώνεται προοδευτικά από περιοχές με υποτροπικό κλίμα, σε περιοχές με εύκρατο. Έτσι κάθε χρόνο απαντάται συχνότερα και σε περισσότερες χώρες. Στην Ευρώπη περιοχές με συχνότερη εμφάνιση είναι, οι μεσογειακές χώρες (κυρίως Ελλάδα, Τουρκία, Ιταλία, βορειοανατολική Γαλλία και νότια Ισπανία). Όλοι οι σκύλοι στις περιοχές που είναι συχνή η νόσος είναι ευπαθείς. Οι φυλές των σκύλων που παρουσιάζουν την νόσο σε μεγαλύτερη συχνότητα είναι τα German shepherd, English pointer, Setter, Retriever και Beagle, ενώ οι σκύλοι που ζουν έξω, έχουν πάνω από τετραπλάσιες πιθανότητες να μολυνθούν σε σχέση με αυτούς που ζουν εντός της οικίας. Προσβάλλονται σκύλοι κάθε ηλικίας, συνηθέστερα όμως παρατηρείται στις ηλικίες 3-8 ετών.

Αιτιολογία – τρόπος μετάδοσης

Η νόσος οφείλεται στο νηματώδες (σκωληκόμορφο) παράσιτο του αίματος Dirofilaria immitis, που στην ενήλικη μορφή του μπορεί να παρασιτεί, εκτός από το σκύλο, στο λύκο, την αλεπού, τη γάτα, το κουνάβι και άλλα σαρκοφάγα. Στον άνθρωπο το παράσιτο δεν μπορεί να φτάσει σε γεννητική ωριμότητα. Η μετάδοση από ζώο σε ζώο γίνεται με το τσίμπημα μολυσμένων κουνουπιών. Τα κουνούπια μολύνονται μέσω της απομύζησης αίματος με μικροφιλάριες L1 από μολυσμένο ζώο. Σε διάστημα 10 -16 ημερών και με την προϋπόθεση ότι η μέγιστη ημερήσια θερμοκρασία περιβάλλοντος ξεπερνά τους 27ο C (κάτω των 14ο C η ανάπτυξη διακόπτεται), οι μικροφιλάριες μέσα στο κουνούπι εξελίσσονται σταδιακά σε μολύνουσες μορφές (προνύμφες L3) και εισβάλλουν στο επόμενο ζώο από το οποίο θα απομυζήσει αίμα το κουνούπι. Σε διάστημα 70-110 ημερών από το τσίμπημα του μολυσμένου κουνουπιού, οι L3 προνύμφες από το δέρμα μεταναστεύουν στους υπόλοιπους ιστούς του σώματος του σκύλου και εξελίσσονται προοδευτικά σε νεαρά ενήλικα (L5) τα οποία εισβάλλουν στις φλέβες και από εκεί στην καρδιά και στους κλάδους της πνευμονικής αρτηρίας. Εκεί ενηλικιώνονται σε διάστημα περίπου τριών μηνών, γονιμοποιούνται και γεννούν μικροφιλάριες L1 οι οποίες διασκορπίζονται με την κυκλοφορία του αίματος για να απομυζηθούν από κουνούπια και να ξεκινήσει ένας νέος βιολογικός κύκλος του παρασίτου. Οι πρώτες μικροφιλάριες εμφανίζονται στο αίμα κάτω από το δέρμα 6 με 7 μήνες μετά τη μόλυνση. Ο μέσος όρος ζωής των ενήλικων παρασίτων στο ζώο είναι 5 χρόνια, με μέγιστο χρόνο τα 9 χρόνια.

dirofiaria

Συμπτωματολογία

Τα συμπτώματα που θα παρουσιάσει ο σκύλος εξαρτώνται από τον αριθμό των ενήλικων σκωλήκων, τη χρονιότητα του παρασιτισμού και την αντίδραση του οργανισμού στην παρασίτωση. Η νόσος, από άποψη συμπτωματολογίας, διακρίνεται σε 3 στάδια : Κατά το 1ο  στάδιο σπάνια ο σκύλος παρουσιάζει συμπτώματα. Αν παρουσιαστούν θα είναι ελαφρά, όπως μικρή μείωση του σωματικού βάρους, μείωση της αντοχής και μερικές φορές ξηρό βήχα μετά από έντονη άσκηση.
Κατά το 2ο  στάδιο η αντοχή του σκύλου στην άσκηση είναι πολύ μειωμένη και η εμφάνιση σποραδικού βήχα είναι σαφής, όπως και η μείωση του σωματικού του βάρους. Σπάνια στο στάδιο αυτό και ύστερα από έντονη καταπόνηση είναι δυνατό να εμφανιστεί αιμόπτυση. Κατά το 3ο στάδιο τα συμπτώματα είναι έντονα. Ο σκύλος παρουσιάζει κακή θρεπτική κατάσταση, γενικευμένη μυϊκή αδυναμία, έντονο βήχα, δύσπνοια και ταχύπνοια (ακόμη και κατά την ανάπαυση), αιμόπτυση και διόγκωση της κοιλιάς (ασκίτης και ηπατοσπληνομεγαλία). Στο στάδιο αυτό ο σκύλος ακόμη και μετά από μικρή άσκηση μπορεί να εμφανίσει ραγδαία επιδείνωση με οξεία δύσπνοια και πυρετό. Τα παραπάνω συμπτώματα προέρχονται από τη χρόνια πνευμονική υπέρταση και δεξιά συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια και θρομβοεμβολή, ενώ μπορεί να παρουσιαστούν και προβλήματα στα νεφρά (σπειραματονεφρίτιδα). Στη βαρύτερη μορφή του σταδίου αυτού (οξύ σύνδρομο κοίλης φλέβας) ο σκύλος εμφανίζει πλήρη ανορεξία, λήθαργο, εμετούς, μεγάλη δυσκολία στην αναπνοή, αναιμία, ίκτερο (πορτοκαλί το εσωτερικό των χειλέων και των βλεφάρων), κόκκινα ούρα, καταπληξία και θάνατο.

Διάγνωση

Η διάγνωση στο πρώτο στάδιο της νόσου μπορεί να γίνει τυχαία κατά τη διενέργεια αιματολογικών εξετάσεων για άλλα νοσήματα ή κατά την εργαστηριακή προληπτική εξέταση. Στο 2ο και 3ο στάδιο η διάγνωση βασίζεται στη συμπτωματολογία του ζώου, στην αιματολογική εξέταση, στη βιοχημική και στην ορολογική εξέταση του αίματος, όπως επίσης και σε διάφορες άλλες ειδικές και μη εργαστηριακές εξετάσεις. Η ακτινολογική εξέταση του θώρακα είναι πολύ σημαντική λόγω της ύπαρξης τυπικών ακτινογραφικών ευρημάτων της νόσου, η έκταση των οποίων υποδηλώνει τη βαρύτητα της νόσου. Η ανεύρεση μικροφιλαριών θα πρέπει να συνοδεύεται πάντα από την ταυτοποίηση τους γιατί μπορεί να είναι άλλες πολύ λιγότερο παθογόνες (Dirofillaria repens) ή μη παθογόνες (Dipetalonema reconditum). Η απουσία μικροφιλαριών κατά την εξέταση δεν υποδηλώνει και απουσία νόσου (πιθανότητα σφάλματος έως και 30%). Παρά το γεγονός ότι καμία διαγνωστική μέθοδος από μόνη της δεν αποδεικνύει 100% την ύπαρξη της Διροφιλαρίωσης στον σκύλο, ο συνδυασμός της συμπτωματολογίας με την ακτινολογική και αιματολογική διερεύνηση προσφέρει, σχετικά εύκολα, διέξοδο στο διαγνωστικό δίλημμα του κτηνίατρου. 

Θεραπευτική αντιμετώπιση

Η αντιμετώπιση της Διροφιλαρίωσης πρέπει να γίνεται με πολύ προσοχή και μόνο από κτηνίατρο με εμπειρία στην ιατρική του σκύλου, γιατί τα ίδια φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την ίαση, όταν δεν χρησιμοποιηθούν στο κατάλληλο θεραπευτικό σχήμα και με τη δέουσα προσοχή, είναι πολύ πιθανό να οδηγήσουν το σκύλο στο θάνατο. Η θεραπεία έχει ως στόχο για τα δύο πρώτα στάδια της νόσου τη θανάτωση των ενηλίκων παρασίτων και των μικροφιλαριών, ενώ για το τρίτο στάδιο αρχικά τη διατήρηση του ζώου στη ζωή και αμέσως μετά την προοδευτική μείωση των ενηλίκων και την εξάλειψη των μικροφιλαριών. Για τη θανάτωση των ενηλίκων στη διάθεση των κτηνιάτρων υπάρχει σήμερα η μελαρσομίνη, που με την κατάλληλη χορήγηση είναι αποτελεσματικότερη και ασφαλέστερη της θειακεταρσαμίδης που χρησιμοποιήθηκε κατά αποκλειστικότητα στο παρελθόν. Η θανάτωση των μικροφιλαριών γίνεται_4-6 εβδομάδες μετά την θανάτωση των ενηλίκων και χρησιμοποιούνται η μιλμπεμυκίνη, η ιβερμεκτίνη (όχι σε Collie, Shetland Sheepdog και στους μιγάδες τους) και η μοξιδεκτίνη. Η χορήγηση ακετυλοσαλικιλικού οξέως ή ηπαρίνης 2-3 εβδομάδες πριν έως και ένα μήνα μετά την ενηλικιοκτόνο αγωγή θεωρείται ότι βοηθά στην εξάλειψη των βλαβών των αγγείων και μειώνει τον κίνδυνο θρομβοεμβολής.

Έλεγχος της αποτελεσματικότητας της παραπάνω αγωγής θα πρέπει να γίνεται ένα μήνα μετά την μικροφιλαριοκτόνο αγωγή, και στην περίπτωση θετικού αποτελέσματος απαιτείται η επανάληψη των φαρμάκων με διαφορετικό πρωτόκολλο. Στην περίπτωση επιτυχίας της αγωγής πρέπει να ξεκινά η μηνιαία προληπτική χορήγηση του μικροφιλαριοκτόνου φαρμάκου.  Όλα τα ζώα πρέπει να βρίσκονται υπό αυστηρό περιορισμό της κινητικής τους δραστηριότητας καθόλη τη διάρκεια της θεραπείας τους. Οι σκύλοι που βρίσκονται στο δεύτερο στάδιο της νόσου και παρουσιάζουν επιπρόσθετα δεξιά συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια και αυτά που βρίσκονται στο τρίτο στάδιο με προβλήματα στην καρδιά, στο ήπαρ και στους νεφρούς, θα πρέπει να ακολουθήσουν ανάλογη συμπτωματική αγωγή, πριν την ειδική αγωγή της νόσου. Στους σκύλους που βρίσκονται στο τρίτο στάδιο και παρουσιάζουν το σύνδρομο της οπίσθιας κοίλης φλέβας θα πρέπει να προηγηθεί χειρουργική αφαίρεση ενήλικων παρασίτων με την χρήση ειδικής λαβίδας, πριν την εφαρμογή τροποποιημένης ενηλικιοκτόνου αγωγής, για να αυξηθεί η πιθανότητα επιβίωσης. Η χειρουργική αφαίρεση των παρασίτων στα ζώα αυτά είναι απαραίτητη γιατί ο αριθμός των ενήλικων παρασίτων είναι μεγάλος και όταν αυτά σκοτώνονται γίνονται περισσότερο επικίνδυνα για τον σκύλο.

Η πρόγνωση της νόσου εξαρτάται από το στάδιο στο οποίο βρίσκεται. Καλή για το πρώτο στάδιο, επιφυλακτική για το δεύτερο και δυσμενής για το τρίτο. Οι σκύλοι εργασίας που βρίσκονται στο τρίτο στάδιο, σπάνια μπορούν να συνεχίσουν την εργασία τους μετά τη θεραπευτική αγωγή.

Πρόληψη

Η πρόληψη της νόσου είναι πλέον σήμερα στην χώρα μας επιβεβλημένη. Είναι γεγονός ότι, παρά τη χρήση ειδικών εντομοαπωθητικών κολάρων και σπρέι, η μόλυνση του σκύλου είναι δύσκολο να αποφευχθεί εκτός και αν εξασφαλίζεται εγκλεισμός οτυς το βράδυ σε κλειστό χώρο με σήτα και εντομοαπωθητική συσκευή. Σε σκύλους, όμως, που μόλις μολύνθηκαν (μέχρι και 6 εβδομάδες πριν), φάρμακα όπως η μιλμπεμυκίνη και η ιβερμεκτίνη μπορούν να διακόψουν την εξέλιξη της L3 προνύμφης. Τα φάρμακα που κυκλοφορούν στην Ελλάδα για την πρόληψη της Διροφιλαρίωσης σε μηνιαία χορήγηση είναι σε μορφή χαπιών, η μιλμπεμυκίνη (Interceptor®) και η μοξιδεκτίνη (Cydectin®) και σε μορφή σταγόνων με εφαρμογή στο δέρμα (spot on), η σελαμεκτίνη (Stronghold®). Πρόκειται να κυκλοφορήσει και σε ενέσιμη μορφή η μοξιδεκτίνη (Guardian®) με διάρκεια δράσης πάνω από 6 μήνες.
Τα χάπια θα πρέπει να χορηγούνται μία φορά τον μήνα, τους μήνες που υπάρχουν κουνούπια και οπωσδήποτε από Απρίλιο μέχρι και Νοέμβριο.

Η παρουσία κουνουπιών σε πολλές περιοχές της χώρας μας, ακόμη και το χειμώνα, όταν δεν είναι πολύ βαρύς, οδήγησαν πολλούς επιστήμονες στο να συμβουλεύουν τη μηνιαία προληπτική αγωγή καθ’όλη τη διάρκεια του έτους (αν και θερμοκρασίες κάτω των 14ο C δεν επιτρέπουν την ανάπτυξη των προνυμφών μέσα στα κουνούπια).

Η προληπτική χορήγηση πρέπει να αρχίζει στην ηλικία που αρχίζει και το εμβολιακό πρόγραμμα, δηλαδή περίπου δύο μηνών. Σε περίπτωση που δεν χορηγηθεί μία δόση και περάσουν πάνω από 5 εβδομάδες από την προηγούμενη χορήγηση, η προληπτική αγωγή θα πρέπει να συνεχιστεί κανονικά σύμφωνα με την καινούρια ημερομηνία χορήγησης και μετά από 6 έως 7 μήνες να γίνει ορολογική εξέταση παρουσίας αντιγόνου ενήλικων παρασίτων.

Πριν την έναρξη της αγωγής, πρέπει να προηγείται εργαστηριακός έλεγχος του ζώου για το ενδεχόμενο να παρασιτείται ήδη από την διροφιλάρια και να παρουσιάζει μικροφιλαριαιμία. Σε αυτήν την περίπτωση πρέπει πρώτα να πραγματοποιείται η θεραπεία.

Σημαντικό είναι να καθαρίζεται τακτικά η περιοχή διαβίωσης του σκύλου, θα πρέπει, να μην υπάρχουν στάσιμα νερά και υδατοσυλλογές και γενικά να αποφεύγονται  συνθήκες ευνοϊκές για τα κουνούπια (αυξημένη υγρασία και θερμοκρασία). Το σκυλόσπιτο να είναι ευάερο και αν χρησιμοποιείται στρωμνή, να αλλάζεται τακτικά. Η χρήση εντομοπαγίδων μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο μόλυνσης και για άλλα σημαντικά νοσήματα του σκύλου που μεταδίδονται με έντομα.

kardia2

 

 

 


About the Author



Back to Top ↑
  • Video της εβδομάδας