υδροβια

Published on 28 Δεκεμβρίου, 2014 | by Kynoclub

0

Τα πώς και τα γιατί του βαλτοκυνηγού!

Κείμενο: Ζαφείρης Κινάλης

Πίνακες: Andrea Mazzoli

 

Η φύση του βιότοπου της πάπιας και των άλλων υδροβίων, δηλ. η απέραντη ανοιχτωσιά, το καμπαλίκι χωρίς ψηλή βλάστηση, τα έλη και οι λίμνες, τα λασποτόπια, οι αρμυρόβαλτοι, όπλισε τα πουλιά του βάλτου με οξύτατη, μακρινή, τηλεσκοπική όραση και μπόλικη καχυποψία.

Το κοπάδιασμα σε μεγάλα σμήνη πουλιών, προσφέρει ασφάλεια τόσο στις μεταναστεύσεις, όσο και σε μικρότερες μετακινήσεις μέσα στον υδροβιότοπο, αλλά και στην ανάπαυσή τους στους τόπους που τρέφονται.

Η πάπια απαιτεί από τον κυνηγό να έχει εμπειρία και γνώσεις πολυσχιδείς. Να μπορεί να κινείται σε έναν αφιλόξενο για τον άνθρωπο τόπο, με θερμοκρασίες κάτω του μηδενός, χιονοθύελλες και μπόρες, να ξέρει πού ζητάνε το χαλικάκι για τη χώνεψή τους, πότε κατεβαίνουν στη θάλασσα για να «αλμυρίσουν», πού πηγαίνουν με το φεγγάρι, πού όταν παγώνουν τα νερά, από πού περνάνε με τον νοτιά, από πού με το χιονόνερο κλπ…

Τότε μόνο μπορούμε να γίνουμε κομμάτι του τόπου τους, να εξοικειωθούμε, να εναρμονιστούμε, να πλησιάσουμε στα «γιατάκια» τους και να κυνηγήσουμε με επιτυχία τα πρασινοκέφαλα και τις άλλες πάπιες.

Οι περιστασιακοί κυνηγοί υδροβίων πρέπει να έρχονται με δέος και σεβασμό στον τόπο και το θήραμα. Οχι για να τον κατακτήσουν (γιατί είναι ακατόρθωτο), ούτε για να αποκομίσουν πολλά τρόπαια, που και αυτό είναι αδύνατο, γιατί τα πουλιά δεν «χαρίζονται» εύκολα. Οι συνήθειες των πουλιών από χρονιά σε χρονιά αλλάζουν ακόμα και στον ίδιο βιότοπο, γι αυτό και πρέπει να ασχοληθούμε με προσεκτικές, πολύωρες και πολυήμερες παρατηρήσεις και ανιχνεύσεις των κοπαδιών, ώστε να βγάλουμε σωστό και ασφαλές συμπέρασμα, για το πότε, πώς και πού θα πάμε για κυνήγι.

Οι μετακινήσεις των πουλιών

Τα υδρόβια έχουν τη συνήθεια 2 φορές την ημέρα -μια με το ξημέρωμα και άλλη μια με τη δύση του ηλίου- να μετακινούνται από τον τόπο που ξεκουράζονται σε τοποθεσίες για τροφή και να πιούνε γλυκό νερό. Άσχετα με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν, αυτή η μετακίνηση γίνεται καθημερινά και απαράλλαχτα, εκτός αν οι περιστάσεις δεν το επιτρέπουν…

Οι πορείες που ακολουθούν είναι λίγο -πολύ συγκεκριμένες, ενώ οι αποστάσεις που διανύουν είναι από μερικές εκατοντάδες μέτρα έως 3-4 ή λίγο παραπάνω χιλιόμετρα. Το ύψος που πετούν, επηρεάζεται από τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν και την κυνηγετική πίεση. Οσον δε αφορά την ώρα που αρχίζουν να «παίζουν», έχει να κάνει με τις συνθήκες ορατότητας. Και βέβαια δεν μιλάμε για φωτισμό, αλλά για τη δυνατότητα των πουλιών να βλέπουν (ομίχλη, χιονοθύελλα κλπ.). Η ορατότητα επηρεάζεται από τη βαριά συννεφιά, την ομίχλη, το χιόνι ή το χιονόνερο…

Με τέτοιες δυσμενείς συνθήκες αργεί το πρωινό πέρασμα, ενώ στο σούρουπο ξεκινά σχετικά νωρίς.

Τα πουλιά σηκώνονται από τα μέρη που περάσανε το βράδυ, για να πάνε στα μέρη που κατά τη διάρκεια της ημέρας θα έχουν ησυχία. Τα όρια συνήθως μεταξύ απαγορευμένου και επιτρεπόμενου αποτελούν τις καλύτερες θέσεις για τα καρτέρια του πρωινού περάσματος, εφόσον τα πουλιά μόλις έχουν σηκωθεί και ανεβαίνουν, ώστε να περνάνε από τα καρτέρια αυτά σχετικά βολικά για τουφεκιά.

papia3

 Οι ιδιαιτερότητες του βάλτοκυνηγίου..

Συνήθως στο πρωινό πέρασμα οι τουφεκιές μας είναι ψηλωμένες, εφόσον η κίνηση των πουλιών είναι ανοδική. Επομένως τα τσοκαρίσματα στα όπλα πρέπει να είναι «σφικτά», ανάλογα είναι και τα νούμερα στα σκάγια. Τα πουλιά κοπαδιάζουν σε μικρούς αριθμούς και ξεκινάνε για βοσκή, χωρίς βέβαια να λείπουν και τα μεμονωμένα πουλιά, ή τα ζευγάρια.

Το απογευματινό κυνήγι γίνεται το σούρουπο, όταν τα πουλιά «σπάνε» και ξεχωρίζουν από τα ημερήσια κοπάδια τους, καθώς το καθένα μόνο του χιμά προς το έδαφος που κρατά λίγα ή περισσότερα νερά, χαμηλώνοντας και ψάχνοντας να «πιάσουν»… Τα μέρη αυτά δεν είναι τόσο συγκεκριμένα όσο τα πρωινά, αφού τα πουλιά εξαπλώνονται σε όλα σχεδόν τα νερά του υδροβιότοπου. Τα ανοικτά όπλα και τα φυσίγγια διασποράς με ψιλότερα σκάγια, ταιριάζουν καλύτερα στην περίσταση.

Το ότι οι συνθήκες φωτισμού είναι φτωχές, ισχύει μόνο για τον άνθρωπο και όχι για τα πουλιά, που δεν έχουν καμία απολύτως δυσκολία να διακρίνουν τον ανθρώπινο όγκο ή σιλουέτα, ακόμη και στα σκοτεινά.

Με σφοδρή κακοκαιρία, δυνατούς βοριάδες, χιονοθύελλα, χιονόνερο ή παγετό, η κίνηση των πουλιών συνεχίζεται σε όλη τη διάρκεια της ημέρας. Μπορεί τα πουλιά να έρχονται κοπάδια -κοπάδια, να καταλαγιάζει για λίγο το πέρασμα και να ξαναρχίζει. Τότε το κυνήγι δεν σταματά από το ξημέρωμα μέχρι το βράδυ.

Σε αυτές τις λιγοστές -δυστυχώς- μέρες κάθε σεζόν, ο γκιουμές είναι απαραίτητος. Αποθέματα ψυχής και υπομονής χρειάζονται για την παραμονή του κυνηγού, τόσες ώρες με τέτοιες καιρικές συνθήκες, αλλά αυτά τα κυνήγια γίνονται μία -δύο φορές τη χρονιά.

Σπάνια τα πουλιά παραδίδονται και χαρίζονται έτσι εύκολα στο καρτέρι. Οι αεροδιάδρομοι που ακολουθούν τα πουλιά συνήθως είναι συγκεκριμένοι, αν όμως το μέρος έχει τουφεκιστεί βαριά και για πολλές μέρες, τότε παρεκκλίνουν της πορείας τους μερικές εκατοντάδες μέτρα και πρέπει πάλι να ανακαλύψουμε τα νέα τους δρομολόγια.

Το ίδιο συμβαίνει όταν βγαίνουν πουλιά από μια λίμνη π.χ. που πέρασαν τη νύχτα τους. Οι διαδρομές αλλάζουν επίσης όταν αλλάζει η κατεύθυνση του αέρα… Πολλά μοναχικά πουλιά σπάνε τον κανόνα της πτήσης κόντρα στον αέρα, και περνάνε από τα καρτέρια άτακτα από διάφορες κατευθύνσεις, ακόμη και με τον αέρα πρίμα.

Ετσι, η επιλογή του σωστού καρτεριού είναι πραγματικός πονοκέφαλος για τους κυνηγούς, εάν σκεφτεί κανείς ότι ο χρόνος περάσματος είναι περιορισμένος σε λίγα λεπτά. Η λανθασμένη επιλογή θέσης, ισοδυναμεί πολλές φορές μ ένα εξολοκλήρου «χαμένο» κυνήγι.

Πολλές είναι οι φορές που στο πρωινό ή απογευματινό κυνήγι, οι κυνηγοί δεν βλέπουν και δεν ακούν το πουλί να περνάει. Αλλες φορές τα πουλιά περνάνε νύχτα ακόμη -δηλαδή αξημέρωτα το πρωί ή αφού βραδιάσει καλά- οπότε δεν βλέπουμε τίποτε.

Τα πουλιά στο πέρασμα υπακούν σ’ ένα βιολογικό ρολόι. Μακριά το ένα από το άλλο, ξεσηκώνονται και πετάνε σχεδόν όλα μαζί, σε ένα χρονικό εύρος από 10 έως 30 λεπτά.

Το ίδιο συμβαίνει και στην ημερήσια κίνησή τους, καθώς σε ανύποπτα και άτακτα χρονικά διαστήματα (για τον άνθρωπο, όχι όμως για τα ίδια τα πουλιά), γίνεται ένα πέρασμα μισής ή μιας ώρας.

Μετά τα πουλιά «κόβουν» τελείως, μέχρι την επόμενη φορά, που μπορεί να είναι μετά από 3-4 ώρες ή και καθόλου. Αυτός είναι ο λόγος που ο κυνηγός στη φυλάχτρα πρέπει να είναι πάντα σε κατάσταση ετοιμότητας.

papia1

 Έχε πάντα το νου σου….

Στο ημερήσιο πέρασμα, δεν λείπουν οι φορές που τα πουλιά περνούν αντίθετα από την πορεία που τα περιμένουμε, γι αυτό καλό είναι ο κυνηγός να έχει τον νου του σε πολλές κατευθύνσεις και να παρατηρεί προσεκτικά. Τα πουλιά δεν περνούν σε καθορισμένο ύψος.

Στα πρωινά καρτέρια μάς ξαφνιάζουν τα σαρσελάκια που περνούν σύρριζα πολλές φορές με το χώμα ή το νερό, ενώ αργότερα και αφού έχει κοπάσει το πέρασμα, κάποιο πονηρό καθαρό θα κάνει τη βόλτα του χαμηλωμένο, για να μας «πάρει» το τουφέκι!

Στο πέρασμα πρέπει να σεβόμαστε τα καρτέρια που έχουν οι άλλοι κυνηγοί και να μη σκεφτόμαστε. Τα κλασικά καρτέρια είναι συνήθως σε μέρη που τα πουλιά χαμηλώνουν και οι τουφεκιές είναι σίγουρες.

Οποιοδήποτε άλλο πείραμα είναι αποτυχημένο, αφού το μόνο αποτέλεσμα θα είναι να χαλάσει το κυνήγι των άλλων κυνηγών. Με τις άσκοπες τουφεκιές τα πουλιά θα «τινάζουν» και θα σκορπούν, χωρίς κάποιο σοβαρό αποτέλεσμα σε σχέση με την κάρπωση.

Τα καρτέρια πρέπει να είναι παραταγμένα σε μια μακριά σειρά 100-150 μέτρων για δύο λόγους. Πρώτα για να εκμεταλλευτούμε όλο το εύρος της ζώνης του περάσματος, στη συνέχεια για ασφάλεια, αλλά και για έναν ακόμη άλλο λόγο: τα πουλιά όταν μπαίνουν, από μακριά δίνουν την εντύπωση ότι έρχονται στο καρτέρι μας.

Αυτό συμβαίνει λόγω του ανοικτού πεδίου, όπου δεν υπάρχουν σημεία σύγκρισης και αναφοράς για να υπολογίσουμε ύψος, απόσταση και γωνία εισόδου. Αυτό ξεκαθαρίζεται όταν πλησιάσουν και είναι σε θέση να περάσουν πάνω από τις φυλάχτρες. Τότε μόνο είμαστε σίγουροι ότι «είναι δικά μας» και φυσικά μόνο τότε πρέπει να τα τουφεκάμε, γιατί είναι και στην κοντινότερη απόσταση από το όπλο μας, σύμφωνα με τα θεωρήματα της γεωμετρίας…

Αν επισκεφτούμε κάποια περιοχή για πρώτη φορά και δεν έχουμε οδηγό για το κυνήγι ή τον ανάλογο χρόνο να μελετήσουμε την κίνηση των πουλιών, βρίσκουμε τους παλιούς γκιουμέδες που έχουν κατασκευάσει οι κυνηγοί και καθόμαστε σε έναν από αυτούς. Σίγουρα είναι καλύτερα από το να πειραματιστούμε σε άγνωστο τόπο κυνηγώντας στο πουθενά.

Το ότι οι συνθήκες φωτισμού είναι φτωχές, ισχύει μόνο για τον άνθρωπο και όχι για τα πουλιά, που δεν έχουν καμία απολύτως δυσκολία να διακρίνουν τον ανθρώπινο όγκο ή σιλουέτα, ακόμη και στα σκοτεινά.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο Ζαφείρης Κινάλης διοργανώνει κυνηγετικές εκδρομές στη Βουλγαρία.

Δείτε: http://www.danubehunt.com/


About the Author



Back to Top ↑
  • Video της εβδομάδας