κυνοφιλια

Published on 14 Αυγούστου, 2014 | by Kynoclub

0

Το μυστήριο της «καλής μύτης»

Κείμενο: Ν. Φωτακόπουλος

Αναμφίβολα η πιο σημαντική αίσθηση για τα περισσότερα κυνηγόσκυλα είναι η όσφρηση. Και λέμε για τα περισσότερα μια και κάποιες φυλές κυνηγάνε με την …όραση και είναι αποτελεσματικές μόνο όταν έχουν οπτική επαφή με το θήραμα.

Οι φυλές που κυνηγάνε με την όσφρηση είναι οι φυλές φέρμας της ομάδος 7 κατά την FCI, οι ιχνηλάτες (ομάδα 6), οι φωλεοδύτες (ομάδα 4), οι ριτρίβερ (ομάδα 8) και οι σκύλοι «ξεπετάγματος» (επίσης της ομάδας 8).

Οι κατηγορίες και ομάδες φυλών  που προαναφέρθηκαν είναι μεν όλες κυνηγετικές, αλλά κυνηγάνε με πολύ διαφορετικό τρόπο και είναι αποτελεσματικές σε διαφορετικά θηράματα,  εδάφη, ή ακόμα και σε εδαφοκλιματολογικές συνθήκες.

lagoskulaΠουλόσκυλα και λαγόσκυλα  

Υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες κυνηγόσκυλων όσφρησης. Οι ιχνηλάτες και οι υπόλοιποι σκύλοι. Οι ιχνηλάτες όπως λέει και το όνομά τους ψάχνουν για ίχνη ή για ίχνη αίματος  (θηράματος) που  μπορεί να έχουν δημιουργηθεί πολλές ώρες πριν την ιχνηλασία, ενώ αντίθετα οι υπόλοιποι σκύλοι (φέρμας κ.λ.π.) ψάχνουν για «υπαρκτό θήραμα». Αυτό δεν το κάνουν για ανεξήγητους λόγους, αλλά επειδή πολύ απλά έχουν διαφορετική οσφρητική λειτουργία, ή αν θέλετε μέθοδο εργασίας. Οι ιχνηλάτες χρησιμοποιούν την μύτη τους (στο έδαφος) σαν μικροσκόπιο ενώ αντίθετα τα πουλόσκυλα (στον αέρα) σαν περισκόπιο. Αυτή η διαφορετική οσφρητική λειτουργία όπως γίνεται αντιληπτό διαφοροποιεί και την κυνηγετική εργασία, την κυνηγετική προτίμηση (πουλιά ή τριχωτά), αλλά και την σωματική μορφολογία η οποία προσαρμόζεται στις ανάγκες …της μύτης! Διαφορετικά κυνηγάει ο Ελληνικός Ιχνηλάτης και τελείως διαφορετικά ένα Μπρετόν. Όμως, και οι δύο σωματότυποι είναι αποδοτικοί στον τρόπο εργασίας που επιβάλει το κυνηγετικό καθήκον αυτών των δύο εξαίρετων φυλών.

Βέβαια δεν είναι πάντα έτσι τα πράγματα αφού σε κάποιες φυλές φέρμας επιτρέπεται ή ακόμα και επιβάλλεται (από το πρότυπο εργασίας) η ιχνηλασία, όπως π.χ στα Κούρτσχααρ και στα Ντράτχααρ.  Αντίθετα σε κάποιες άλλες φυλές αυτό απαγορεύεται αυστηρά, όπως π.χ. στα πόιντερ και τα Σέττερ. Δεν είναι λίγοι όμως  οι κυνόφιλοι κυνηγοί που διαφωνούν με την δογματικότητα και την ακαμψία που χαρακτηρίζει κάποιους, που παθαίνουν υστερία αν o (αγωνιστικός) σκύλος τους «μουσμουλήσει» στο έδαφος για να επιβεβαιώσει κάποια μυρωδιά.

Αυτό το μουσμούλεμα όμως μπορεί να έχει πολλά αίτια. Μπορεί να είναι μια «κακιά» συνήθεια, μπορεί να είναι απειρία, μπορεί να είναι  ένδειξη αδύνατης μύτης αλλά μπορεί να είναι και ένδειξη ότι έχουμε να κάνουμε με έναν έξυπνο σκύλο που …ψάχνεται. Φυσικά, πέρα από όλα αυτά, μπορεί να είναι μια καθόλα φυσική συμπεριφορά, αφού ο κυνηγετικός σκύλος εξακολουθεί να είναι …σκύλος και να συμπεριφέρεται όπως επιβάλει ο γενετικός τους κώδικας.

ekpaideusiΤο ….μουσμούλεμα των πουλόσκυλων 

Πόσο δύσκολο είναι να ανακαλύψει ένας σκύλος φέρμας ένα ορτύκι μέσα σε ένα χωράφι; Εξαρτάται κατά πόσο ο σκύλος ξέρει την μυρωδιά (και την συμπεριφορά) του ορτυκιού, εξαρτάται όμως και από τις συνθήκες που επικρατούν στο χωράφι. Π.χ. αν το ορτύκι είναι …περικυκλωμένο από ανταγωνιστικές και ισχυρότερες αναθυμιάσεις που μάλιστα έχουν την τάση να διαχέονται στο περιβάλλον, όπως π.χ. από κόπρανα προβάτων, από ρίγανη, από χαμομήλι κ.λ.π., τότε τα πράγματα δυσκολεύουν. Ο σκύλος θα πρέπει να ξεχωρίσει  ανάμεσα σε άλλες «ηχηρές» μυρωδιές αυτή την μικρή και ανεπαίσθητη αναθυμίαση που αφήνει το σμουλωμένο ορτύκι. Παρόμοια είναι και η δυσκολία στα τριφύλλια της Κωπαίδας, όπου η αναθυμίαση ελάχιστα αναδύεται μέσα από το «δάσος» των τριφυλλιών.

Τα πράγματα όμως μπορεί να είναι ευκολότερα αν έχουμε να κάνουμε με ένα χέρσο χωράφι που είναι νοτισμένο από την πρωινή υγρασία. Και τελικά αυτή την παράμετρο- δηλαδή τις ανταγωνιστικές μυρωδιές- ελάχιστα την λαμβάνουμε υπ όψιν μας και όλοι βιαζόμαστε να μιλήσουμε για δυνατές και αδύνατες μύτες, ενώ θα έπρεπε να μιλάμε  για συνθήκες και φυσικά για έμπειρες ή όχι μύτες.

Οι ….ένστολοι σκύλοι

stratosΥπάρχουν όμως πραγματικά κάποιες φυλές (ή άτομα) που έχουν πιο δυνατή μύτη από κάποιες άλλες; Ίσως να συμβαίνει αυτό, αλλά από την στιγμή που δεν είναι αντικειμενικά μετρήσιμο, είναι και αναπόδεικτο. Η γενική πάντως παραδοχή είναι πώς δεν υπάρχουν μεγάλες διαφορές οσφρητικής δύναμης από σκύλο σε σκύλο και από φυλή σε φυλή. Και για να επιβεβαιώσουμε αυτή την άποψη, αρκεί να παρατηρήσουμε τι κάνουν τα σώματα ασφαλείας διαφόρων χωρών που χρησιμοποιούν την όσφρηση των σκύλων για να ανακαλύψουν ναρκωτικά ή βόμβες σε αεροδρόμια, λιμάνια κ.λ.π. Τα Λάμπραντορ και τα Σπρίνγκερ Σπάνιελ είναι τα σκυλιά που προτιμώνται, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις βλέπουμε Μπηγκλ ή Γερμανικούς Ποιμενικούς και Μαλινουά. Ποτέ όμως δεν βλέπουμε Πόιντερ, Σέττερ ή Κούρτσχααρ.

Προφανώς βέβαια, πέρα από την όσφρηση υπάρχουν και άλλα κριτήρια για την επιλογή των σκύλων που το καθήκον τους είναι να ανακαλύπτουν εκρηκτικά και απαγορευμένες ουσίες. Και αυτά τα άλλα κριτήρια είναι ο χαρακτήρας και η εκπαιδευσιμότητά τους, που συνυπολογίζονται ισότιμα με την αξία της όσφρησης στην επιλογή των αστυνομικών σκύλων. Γι’ αυτό και τα Πόιντερ, ή τα Κούρτσχααρ ή τα …γκέκικα, δεν επιλέγονται για αυτά τα δύσκολα καθήκοντα. Ο χαρακτήρας τους και η μειωμένη εκπαιδευσημότητά τους (για αστυνομικά καθήκοντα) ακυρώνουν την όποια οσφρητική υπεροχή (;) τους έναντι άλλων φυλών. Εδώ έχει αξία να σημειώσουμε κάποια στατιστικά στοιχεία, που ο γράφων τυχαίνει να γνωρίζει σχετικά με την επιλογή των αστυνομικών σκύλων. Μόνο το 30% των Λάμπραντορ μπορεί να ανταποκριθεί σε  αστυνομικά καθήκοντα μετά από εκπαίδευση, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους Γερμανικούς Ποιμενικούς είναι σημαντικά μικρότερο αφού μόλις που φτάνει το 15%. Και όσο και να σας φανεί παράξενο, σπανιότατα απορρίπτεται σκύλος λόγω οσφρητικής ανεπάρκειας. Συνήθως απορρίπτονται λόγω χαρακτήρα…

Όμως να έρθουμε στα δικά μας. Είναι πιο δυνατή η μύτη του σκύλου που παίρνει δέκα φέρμες από την μύτη ενός άλλου σκύλου που παίρνει μόλις δύο, και ας κυνηγούσαν οι δύό τους παράλληλα στον ίδιο χώρο, στον ίδιο χρόνο και έχοντας ίδια περίπου ταχύτητα; Ίσως να είναι πιο δυνατή, αλλά ποιος μπορεί να πει πώς αυτή η διαφορά είναι τόσο σημαντική που να μας δίνει τέτοια διαφορά στο αποτέλεσμα; Μήπως τελικά είναι και άλλοι παράγοντες (εμπειρία, εκπαίδευση, κ.λ.π.) που κάνουν την διαφορά να φαίνετε χαοτική; Λέω μήπως;


About the Author



Back to Top ↑
  • Video της εβδομάδας