θεματα

Published on 6 Απριλίου, 2015 | by Kynoclub

0

Κυνηγός ο μοναδικός κάτοικος ενός χωριού!

Αντώνης Ντινιακός, Φωτογραφίες: Αλεξία Τσαγκάρη

Περπατά ζωηρά, σαν «ξαναμμένος» έφηβος -τα μαλλιά του είναι πυκνά και κατάλευκα, με μια ατημέλητη χωρίστρα στη μέση.

«Καλά πως το πήρατε απόφαση να ανεβείτε εδώ πάνω;», λέει ανοίγοντας την ξύλινη μπάρα του αγροκτήματος.

«Ακούσαμε ότι έχεις καλό τσίπουρο…», απαντώ τείνοντας το δεξί μου χέρι. Το σφίγγει με την «τραχιά» δύναμη των ανθρώπων του βουνού. «Θα πιεις πρωινιάτικα τσίπουρο; Είναι δυνατό αυτό που ‘χω εδώ», μου γνέφει καθώς προχωράμε προς το σπίτι.

Φτάνοντας στην είσοδο, ρίχνω μια φευγαλέα ματιά στην εξώκοσμη θέα – από τη μια μεριά η απλώνεται η «άγρια» οροσειρά της Ροδόπης και απ’ την άλλη ο κάμπος με τα χωριά (του πρώην δήμου Σταυρούπολης). Η εικόνα, καθηλωτική. «Μέχρι που φτάνει το μάτι σου;», ρωτά ενώ σερβίρει τα τσιπουράκια. Ρίχνω μια «γεμάτη» γουλιά στο στόμα μου, παλεύοντας να απαντήσω «…ως τη θάλασσα», όμως δεν βγαίνει φωνή. Τα σωθικά μου μπουμπουνίζουν σαν τον Βεζούβιο, τα μάτια μου κοκκινίζουν στο δράμα της απόσταξης. «Λίγο… δυνατό…», ψελλίζω προσπαθώντας να παντρέψω παύσεις και λέξεις. «Χτύπα άλλα δυο στα γρήγορα να το συνηθίσεις», με προτρέπει χαμογελαστός. Τα επόμενα, πράγματι, κατεβαίνουν ευκολότερα.

«Τώρα είσαι έτοιμος να κάνεις μια βόλτα στο χωριό και να σκεφτείς τους λόγους που σε έφεραν εδώ πάνω. Στο μεταξύ εγώ θα κάνω μερικά μερεμέτια στο φράχτη και θα τα πω λίγο με τον μπαχτσέ μου» με αποχαιρετά.

Κατηφορίζω προς το χωριό -λίγη ώρα αργότερα στέκομαι εμπρός σε μια παλιά πινακίδα που μάχεται με τη σκουριά σε υψόμετρο 760 μέτρων. Γράφει μόνο: «Μαργαρίτιον». Το όνομα του χωριού. Ένας ξεχασμένος οικισμός, ψηλά στον ορεινό όγκο της Ξάνθης, που γαληνεύει τις αστικές νευρώσεις και παλεύει αθόρυβα να «επιβιώσει» στη νέα εποχή. Πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο, ζούσαν εδώ περίπου 350 άνθρωποι –οι περισσότεροι αγρότες με καπνοχώραφα και κτηνοτρόφοι. Τη δεκαετία του ’70 ο πληθυσμός του χωριού μειώθηκε στους 130 κατοίκους ενώ τη δεκαετία του ’80 ο οικισμός ερήμωσε ολοκληρωτικά. Σήμερα ζει στο Μαργαρίτη μόλις ένας μόνιμος κάτοικος. Το όνομά του είναι Χαράλαμπος Καρασακαλίδης και κάθε πρωί μιλάει στο μπαχτσέ του.

«Πως σου φάνηκε το χωριό; Πήγες να δεις τον Άη-Νικόλα;», με υποδέχεται, επιστρέφοντας, στην πόρτα ο κυρ-Χαραλάμπης. «Είναι ο προστάτης του οικισμού και την ημέρα της εορτής του οι απανταχού Μαργαριτιώτες μαζεύονται και γλεντούν για να τον τιμήσουν. Σερβίρουμε και το κεσκέκι μας, ένα ντόπιο φαγητό από σιτάρι, κοτόπουλο και κατσικάκι, ε μα τότε πρέπει να έρθεις να δεις που ‘ναι ολοζώντανο το χωριό!», μου πετά χαρούμενος ο ορεσίβιος γέροντας, ενώ αναρωτιέμαι ποια να είναι άραγε η ηλικία του. Έχει την ενέργεια ενός 50άρη στις δουλειές, αλλά οι ρυτίδες στο πρόσωπο τον προδίδουν –πρέπει να είναι μεγαλύτερος. Υποθέτω κοντά στα 60-65.

«Κυρ-Χαραλάμπη πόσο χρόνων είσαι;», ρωτώ.

«Μπαίνω στα 81 σε λίγο καιρό», με αιφνιδιάζει. «Στο βουνό, όμως, ξεχνάς την ηλικία. Κυλά διαφορετικά ο χρόνος εδώ, δεν του δίνεις τόση σημασία».

«Και η μοναξιά; Αντέχεται; Ένας άνθρωπος σε ολόκληρο χωριό;», επανέρχομαι.

«Ποια μοναξιά; Δεν αισθάνομαι ποτέ μόνος! Έχω το μπαχτσέ μου, τα φυτά, το βουνό. Ποιος σου είπε ότι αυτά δεν είναι καλή συντροφιά; Εκατοντάδες οι φωνές στη φύση για όποιον θέλει να ανοίξει κουβέντες».

«Οι άνθρωποι; Δεν σου λείπουν ποτέ;», τσουγκράω το ποτήρι.

«Το καλοκαίρι και την άνοιξη έρχεται κόσμος στο χωριό – κάθονται λίγο βέβαια, αλλά θα βρεις παρέα. Τώρα το χειμώνα όποτε θέλω να αλλάξω μια κουβέντα, κατηφορίζω προς το καφενείο στο Καρυόφυτο, εδώ κοντά στα 10-15 χιλόμετρα. Το κόβω μέσα από το δάσος και φτάνω σιγά, σιγά».

«Εννοείς με τα πόδια;», ρωτώ έκπληκτος.

«Ναι. Γνωρίζω αυτά τα βουνά σαν την παλάμη του χεριού μου –κάθε μονοπάτι και βράχο. Η φυσική μου κατάσταση είναι καλή, πηγαίνω συχνά για κυνήγι, περπατώ καθημερινά στα μονοπάτια, αισθάνομαι πως το δάσος είναι το σπίτι μου. Δεν είναι τίποτα για μένα αυτές οι αποστάσεις. Παλαιότερα, βέβαια, είχα μια μηχανή BMW, ξέρεις αυτή με το καλάθι, για να κάνω τα ψώνια μου. Χάλασε, όμως και έτσι πλέον είτε πάω με τα πόδια, είτε χρησιμοποιώ ένα παλιό παπάκι».

Ξαναγεμίζει το ποτήρι του και αρχίζει να μου διηγείται την ιστορία της ζωής του –τα χρόνια στη Γερμανία, το γάμο, τα παιδιά, τους φίλους που χάθηκαν.

Συνέχεια….


About the Author



Back to Top ↑
  • Video της εβδομάδας